Η συλλογή του καρπού της ελιάς γινόταν συνήθως σε δύο περιόδους ανάλογα με το είδος των ελιών που παρασκεύαζαν. Στα τέλη Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν οι ελιές ήταν ακόμα πράσινες, οι Κύπριοι μάζευαν μικρή ποσότητα ελιών για να παρασκευάσουν ελιές τσακκιστές και ελιές κολυμπάτες, ενώ στα τέλη Οκτώβρη συνέλεγαν τις μαύρες ελιές για να παρασκευάσουν ελιές ξυδάτες και κουμνιαστές.
Ονομασία - Προέλευση
ελιά
ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. ἐλαία (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα ελιά,η, 587)
Επιστημονική ονομασία: Olea europaea L.
Στη Κύπρο ονομάζεται επίσης αρκοελιά, μαζουληά, ελιά ήμερη (Χατζηκυριάκου 2007, 230-233).
Η συλλογή του καρπού της ελιάς γινόταν συνήθως σε δύο περιόδους, ανάλογα με το είδος των ελιών που παρασκεύαζαν. Στα τέλη Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν οι ελιές ήταν ακόμα πράσινες, οι Κύπριοι μάζευαν μικρή ποσότητα ελιών για να παρασκευάσουν ελιές τσακκιστές και ελιές κολυμπάτες, ενώ στα τέλη Οκτώβρη συνέλεγαν τις μαύρες ελιές για να παρασκευάσουν ελιές ξιδάτες και κουμνιαστές (Χατζηκώστας 1995, 150).
Στο Δίκωμο, από τις 15 Αυγούστου οι γυναίκες μάζευαν πράσινες ελιές για να τις κάνουν τσακκιστές. Τις μαύρες ελιές (επιτραπέζιες) τις μάζευαν από τον Οκτώβριο μέχρι τις 14 Νοεμβρίου και τις αλάτιζαν για να διατηρηθούν. «Τζ̆είνες που ήταν να πάρουμεν για λάι επλυννίσκαμεν τες, εβάλλαμεν τες μες τες κοφίνες τζ̆ι εστραγγούσαν τζ̆ι επαίρναμεν τες στον μύλον. Ήταν μύλος με μούλαν, στεγασμένος. Ελέχαν τες, μετά εβάλλαν τες στες τσ̆ούλιες, μαύρα ρούχα σαν τες πατανίες, τζ̆ι εδίπλωννες ’ποτζ̆εί τζ̆αι ’ποδά για να φκει το λάι» (Μαυροκορδάτος 2003, 310-311).
Οι ελιές μετά τον ραβδισμό ή το απευθείας μάζεμά τους, για όσα κλαδιά των ελαιοδέντρων βρίσκονταν χαμηλά, συγκεντρώνονταν σε σακιά και μεταφέρονταν στο σπίτι. Εκεί καθαρίζονταν από τα φύλλα της ελιάς και διαχωρίζονταν σε αδρές, που θα παρασκευάζονταν για να αποτελέσουν μέρος της καθημερινής διατροφής, και εκείνες που θα πήγαιναν στον ελιόμυλο για να εξαχθεί το λάδι (Ιωνάς 2001, 213).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Οι ελιές παρασκευάζονταν με διάφορους τρόπους όπως τσακκιστές, κολυμπάτες, ξιδάτες και κουμνιαστές. Οι τσακκιστές ελιές ήταν πράσινες ελιές που τσακίζονταν με μια πέτρα και αφού ξεπικρίζονταν σερβίρονταν με ψιλοκομμένο σκόρδο, κόλιανδρο και ελαιόλαδο (Υπουργείο Γεωργίας 2010, Διατήρηση ελιών, 4). Οι κολυμπάτες ήταν πράσινες ελιές που ξεπικρίζονταν, αποθηκεύονταν σε δοχείο με άλμη, λεμόνι και ελαιόλαδο και σερβίρονταν με ελαιόλαδο, θυμάρι ή ρίγανη (Υπουργείο Γεωργίας 2010, Διατήρηση ελιών, 4). Οι κουμνιαστές ελιές γίνονταν με ώριμες μαύρες ελιές, οι οποίες πλένονταν με νερό, ξεπικρίζονταν σε άλμη για 3-4 ημέρες και διατηρούνταν σε δοχείο με αλάτι (Υπουργείο Γεωργίας 2010, Διατήρηση ελιών, 6). Οι ξιδάτες ελιές διατηρούνταν σε ξίδι και άλμη αφού πρώτα χαρασόταν η σάρκα τους με λεπίδα και ξεπικρίζονταν (Υπουργείο Γεωργίας 2010, Διατήρηση ελιών, 7).
Το συνηθέστερο προσφάγι των αγροτών, ιδιαίτερα τη περίοδο του θερισμού, που βρίσκονταν στα χωράφια, ήταν ψωμί με ελιές (Χατζηκυριάκου 2011, 230-233). Ακόμα οι ελιές συνόδευαν το φαγητό του μεσημεριού και του βραδινού γεύματος που συνήθως ήταν όσπρια (Χατζηκώστας 1995, 151).
Από τις ελιές παραγόταν επίσης το ελαιόλαδο (Χατζηκώστας 1995, 149-154), ενώ με τις ελιές οι γυναίκες παρασκεύαζαν τις ελιόπιττες και τις ελιωτές. Οι ελιόπιτες ήταν τυλιχτές πίτες με γέμιση από ελιές που ψήνονταν στο φούρνο. Η γέμιση περιείχε, εκτός από ελιές, κόλιανδρο και κρεμμύδι. Οι ελιωτές ήταν ψωμιά που ζυμώνονταν με ελιές, κόλιανδρο, κρεμμύδι και ψήνονταν στο φούρνο (Αθανασιάδου 1985, 84).
«Την Κυριακήν των Βαΐων εφέρναν ούλλοι στην εκκλησ̆ιάν κλαθκιά ελιάς τζ̆ι επιάνναν τα τζ̆ι επαίρναν τα έσσω τους ύστερα ’πού σαράντα μέρες, της Αναλήψεως» (Μαυροκορδάτος 2003, 311). Η ευλογημένη ελιά χρησιμοποιούνταν στο κάπνισμαν, διαδεδομένη συνήθεια των Κυπρίων.
«Το βράδυ της παραμονής της πρώτης του χρόνου (31 Δεκεμβρίου) στο Ριζοκάρπασο τα μέλη κάθε οικογένειας, μαζί, κάποτε, με άλλα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, μαζεύονται γύρω από τη νισκιάν, όπου είναι αναμμένα τα κάρβουνα, και προσπαθούν, ενώ ζεσταίνονται, να μαντεύσουν την τύχη τους για το νέο χρόνο με τη μέθοδο της εμπυροσκοπίας, η οποία ως γνωστό, είναι ένας συνηθισμένος μαντικός τρόπος, που χρησιμοποιείται το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Το κάθε μέλος της οικογένειας και ιδιαίτερα τα παιδιά και οι νέοι κόβουν χλωρά φύλλα ελιάς από κλαδί, που κρατούν στα χέρια τους και το οποίο προμηθεύονται από νωρίς το απόγευμα, και αφού τα φτυμμακώσουν από την ανάποδη -κάποιοι δεν τα φτυμμακώνουν- και κάμουν με αυτά το σχήμα του σταυρού πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, τα ρίχνουν πάνω σ’ αυτά, ανεστραμμένα ή όπως τύχει. Ενώ τα ρίχνουν, επικαλούνται τον άγιο Βασίλειο, που γιορτάζεται από την Εκκλησία μας την επόμενη μέρα, «να δείξει τζ̆αι να φανερώσει», αν το άτομο, το οποίο ονοματίζουν κατά το ρίξιμο των χλωρών φύλλων της ελιάς πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, τους αγαπά ή αν θα τους δώσει πουλιστρέναν. Αν το χλωρό φύλλο ελιάς, αφού ζεσταθεί, αναπηδήσει με κρότο και αναποδογυριστεί, πιστεύεται πως η απάντηση του αγίου είναι καταφατική, δηλαδή το άτομο, με το οποίο ονομάτισαν, τους αγαπά ή θα τους δώσει πουλιστρέναν. Και όσο πιο μεγάλος είναι ο κρότος, με τον οποίο αναπηδά πάνω στα αναμμένα κάρβουνα το φύλλο της ελιάς, τόσο πιο μεγάλη πιστεύουν πώς είναι και η αγάπη του ατόμου, που ονομάτισαν. Αν αντίθετα, το φύλλο δεν αναπηδήσει, αλλά καεί επί τόπου, αυτό θεωρείται ένδειξη αρνητικής απάντησης, οπότε τους καταλαμβάνει μεγάλη λύπη και στεναχώρια. Για να βεβαιωθούν ότι πραγματικά τους αγαπά ή ότι θα τους δώσει πουλιστρέναν δοκιμάζουν πολλές φορές. Κατά το ρίξιμο των φύλλων πάνω στα αναμμένα κάρβουνα λέγουν (με διάφορες παραλλαγές σε όλα τα μέρη της Κύπρου): «Άη Βασίλη βασιλιά, που πή(γ)ες εις την Αίγυπτον τζ̆ι’ εγύρισες την έρημον τζ̆ι’ εί(δ)ες την τύχη των τυχών, δείξε τζ̆ι’ εμέν την τύχημ μου, άμ μ’ αγαπά ο (τάδε) ή η (τάδε) ή αθ θα μου δώσει πουλιστρέναν ο (τατάς μου). Το έθιμο της εμπυροσκοπίας με ελιά, που αποτελεί παλία βυζαντινή σηνήθεια, είναι παγκύπριο» (Ταουσιάνης 2008, 65).
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές στόλιζαν, και κάποτε εξακολουθούν να στολίζουν τις εξώθυρες των σπιτιών τους με φύλλα ελιάς. Το έθιμο αυτό, βυζαντινής καταγωγής, είναι ευετηριακό και αποτρεπτικό, αφού φέρνει ευτυχία και διώχνει τους καλικάντζαρους. Τα χλωρά αυτά κλαδιά από το ευλογημένο δέντρο της ελιάς μένουν εκεί καθ' όλη τη διάρκεια των γιορτών και αποτελούν ιδιότυπο χριστουγεννιάτικο δέντρο (Γιαγκουλλής 2008, 54).
Στα πλαίσια των εθίμων της γέννησης, στον Καλαπαναγιώτη κρεμούσαν στην εξώπορτα στεφάνι από ελιά για να δηλώσουν ότι το βρέφος ήταν αγόρι. Αν ήταν κορίτσι, κρεμούσαν άσπρο ύφασμα.
Σύμφωνα με την αναλογική μαγεία, στο πρώτο νερό που θα έπινε το μωρό έβαζαν φύλλο ελιάς για να μην διψά ή να είναι δροσερό όπως την ελιά.
Με δυο φύλλα ευλογημένης ελιάς σχημάτιζαν σταυρό και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι της λεχώνας. Σε άλλα χωριά εβαζαν 3 φύλλα ελιάς, συμβολικό αριθμό της Αγίας Τριάδας, κάτω από το μαξιλάρι της λεχώνας και τα χρησιμοποιούσαν μετά για να καπνίσουν.
Παράλληλα, μετά τη γέννα καλούσαν τον ιερέα να έλθει στο σπίτι της λεχώνας για να την ευλογήσει. Συνήθως τού είχαν έτοιμη μια κούπα με νερό για να τελέσει αγιασμό και κλαδιά ελιάς, βασιλικού, δεντρολίβανου ή αμπαρόριζας (Πρωτοπαπά 2009, 163, 170, 278, 414).
Πριν αλλά και αμέσως μετά τον γάμο, το καμάρωμα της νύφης ήταν συνηθισμένο σε πιο παλιά εποχή. Η νύφη παγκύπρια καμάρωνε, δηλαδή καθόταν σκυφτή με σκεπασμένο το κεφάλι και συνεσταλμένη, προσωποποίηση της σεμνότητας και της αιδημοσύνης. Η οικογένεια έπρεπε να πείσει τη νύφη να καμαρώσει με διάφορα επιχειρήματα. Ένα εξ αυτών ήταν οτι αν καμάρωναν θα έρχετουν καλή χρονιά για τις ελιές και το σιτάρι. Όπως καμαρώνει η νύφη, έτσι θα καμαρώσουν, θα γύρουν από τον καρπό, οι ελιές και τα στάχυα,σύμφωνα με τη συμπαθητική μαγεία (Πρωτοπαπά 2005, τ. Α΄, 353).
Με κλαδιά ελιάς έπλεκαν τα στέφανα των νεονύμφων στις περισσότερες περιοχές της Κύπρου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η χρήση κλάδων για τα στέφανα υποδηλώνει την προσπάθεια για μετάδοση της ευκαρπίας, της θαλερότητας, της αυξητικής δύναμης και της γονιμότητας του δέντρου στους νεόνυμφους. Πίστευαν ότι ιδιαίτερα η ελιά έφερνε ευλογία γιατί ήταν ευλογημένη. Η χρήση της στο στεφάνι θα έφερνε επίσης ειρήνη ανάμεσα στο ανδρόγυνο. Αρχικά, χρησιμοποιούσαν μόνον τα κλαδιά της ελιάς και του κλήματος ως βάση για το στεφάνι ενώ στη συνέχεια στερέωναν και φύλλα. Πρόσεχαν τόσο τον αριθμό των κλαδιών όσο και των φύλλων, καθώς και τη θέση που θα τα στερέωναν, ώστε να σχηματίζεται σταυρός ή να συμβολίζεται η Αγία Τριάδα.
Σε μερικά χωριά της Τυλληρίας η κοπή των κλαδιών της ελιάς για τα στέφανα γινόταν με εντυπωσιακό τρόπο. Η ελιά που θα έκοβαν έπρεπε να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Σε κάποια χωριά πρόσεχαν να μην είναι άγρια για να έχει ήρεμη ζωή το ζευγάρι. Αλλού διάλεγαν ένα δέντρο που βρισκόταν μακρυά από το χωριό ή δεν φαινόταν από εκεί θάλασσα, γιατί διαφορετικά θα πάθαιναν κακό, και αλλού πίστευαν ότι οι μελλόνυμφοι δεν πρέπει να δουν την ελιά για σαράντα μέρες. Σε χωριά της Πάφου έκοβαν την ελιά από την αυλή της εκκλησίας για να είναι ευλογημένη. Το γεγονός αφορούσε όλη την κοινότητα έτσι μαζεύονταν πολλοί για να φέρουν την ελιά. Οπωσδήποτε πήγαιναν οι συγγενείς,οι κουμπάροι και οι βιολάρηδες.
Πολύ ενδιαφέρουσα η σχέση του κόσμου με την ελιά. Την αντιμετώπιζαν σαν ένα πρόσωπο κάνοντας διάλογο μαζί της. Πρώτα την χαιρετούσαν: «Καλημέρα, ελιά μου», αν ήταν πρωί και «Ώρα καλή», αν ήταν μεσημέρι. Στη συνέχεια, της ανάγγελλαν ότι πήγαν να κόψουν ελιά για τα στέφανα. Έπαιρναν μαζί τους κρασί, χαλλούμιν, κρέας και κουλούρι. Πρώτα έπρεπε να κεράσουν την ελιά και έτσι έριχναν κρασί πάνω στα κλαδιά της και έλεγαν «Στην υγεία σου, ελιά μου» ή «Πιες και συ, ελιά μου, που μας έδωσες τα στέφανα». Ενώ έπαιζε μουσική, ανέβαινε ένας πάνω στο δέντρο και έκοβε τα κλαδιά ρίχνοντάς τα σε ένα σεντόνι που είχαν απλωμένο από κάτω. Πρίν κόψουν τα κλαδιά σχημάτιζαν τρεις κύκλους και χόρευαν γύρω από την ελιά και στη συνέχεια χόρευαν με τα κλαδιά που έκοψαν αγκαλιά.
Στον δίσκο που έπαιρναν στην εκκλησία με τα στέφανα είχαν επίσης ελιά και κόκκινη κλωστή. Από τις αρχές του 20ού αιώνα τα στέφανα γίνονταν με κερί άσπρο αλλά πάντα είχαν φύλλα ελιάς για να είναι ευλογημένα (Ρουσουνίδης 1988, 25; Πρωτοπαπά 2005, τ. Β΄, 17-23, 27-29, 97)
Το κάπνισμαν με την ελιά συνόδευε όλες τις φάσεις του γάμου, για να αποφευχθεί το κακό μάτι και ο φθόνος. Ήταν επίσης απαραίτητο και κατά την είσοδο του ζευγαριού στο σπίτι του. Το πιάτο μέσα στο οποίο βρισκόταν το καπνιστήριν έπρεπε να το σπάσουν στην υγειά του ανδρογύνου, για να είναι σιδερένιοι (Πρωτοπαπά 2005, τ. Β΄, 174-176).
Ο αγιασμός γινόταν πάντοτε με κλαδιά ελιάς αφού πίστευαν ότι συμβόλιζε τη νέα βλάστηση (Ρουσουνίδης 1988, 36).
Τέλος, η παρηορκά που δινόταν μετά τη κηδεία κάποιου αποτελούνταν από μαύρες ελιές και ψωμί. Υπήρχε η αντίληψη ότι λόγω του μαύρου χρώματος τους, οι ελιές συμβόλιζαν τον νεκρό και γι’ αυτό δίνονταν ως παρηορκά μαζί με ψωμί μετά την ταφή (Ρουσουνίδης 1988, 35-36).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Η ελιά συνυπάρχει με τους κατοίκους της Κύπρου από τη Νεολιθική περίοδο (6η χιλιετία π.Χ.). Η καλλιέργειά της άρχισε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. αλλά οι πρωιμότερες μαρτυρίες για την παραγωγή λαδιού στο νησί ανάγονται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ., εποχή στην οποία χρονολογούνται τα αρχαιότερα ελαιοπιεστήρια που έχουν αποκαλυφθεί σε οικισμούς και ιερά (Hadjisavvas 1992; Χατζησάββας 1996, 59-63).
Αξίζει να αναφερθεί ότι τα φύλλα ελιάς χρησιμοποιούνταν επίσης στη λαϊκή ιατρική. Οι Κύπριοι θεωρούσαν πως ο ζωμός από φύλλα ελιάς βοηθούσε στις εμπύρετες καταστάσεις, ενώ τα φύλλα και η ρίζα αγριελιάς στον πονόδοντο. Στο χωριό Τάλα της Πάφου, άτομα με υπέρταση μασούσαν 3-4 φύλλα αγριελιάς για να μειωθεί η αρτηριακή πίεση (Ρουσουνίδης 1988, 57-59).
** Σχετικά με τη σημασία της ελιάς στη ζωή των Κυπρίων, βλ. το επισυναπτόμενο άρθρο της καθ. Ευφροσύνης Ριζοπούλου Ηγουμενίδου.
** Για τις διάφορες παραλλαγές διατήρησης και κατανάλωσης ελιών, βλ. στην κατηγορία Τρόφιμα τα εξής λήμματα: ελιές κουμνιαστές,οι, ελιές ξιδάτες,οι και ελιές τσακκιστές,οι. Επίσης, στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές, βλ. τα λήμματα: ελιές μαύρες,οι, ελιές ξιδάτες,οι και ελιές πράσινες τσακκιστές,οι.
Αθανασιάδου Α. (1985), «Συνταγές ζυμαρικών από κατεχόμενα χωριά της Κύπρου», Λαογραφική Κύπρος 15,35, 81-93.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2008), Κυπριακά ήθη και έθιμα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, του εορτολογίου και των μηνών με στοιχεία γεωργικής λαογραφίας (Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών αρ. 67), Θεοπρες Λτδ., Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πρωτοπαπά Κ. (2005), Έθιμα του παραδοσιακού γάμου στην Κύπρο, τ. Α΄- Β΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLV, Λευκωσία.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Rizopoulou-Egoumenidou E. (2005), "The role of olive tree and olive oil in the traditional life of Cyprus", Second International Conference, Traditional Mediterranean Diet: Past, Present and Future, focusing on Olive Oil and Traditional Production (Athens 20-22 April 2005), CD produced by 'Heliotopos Conferences', 10 pages.
Ρουσουνίδης Α. Χ. (1988), Δένδρα στην ελληνική λαογραφία με ειδική αναφορά στην Κύπρο, τ. Α΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΙΙΙ, Λευκωσία.
Ταουσιάνης Χ. (2008), Λαογραφικά σύμμεικτα Ριζοκαρπάσου. Αναφορές και σε άλλα μέρη της Κύπρου και του ευρύτερου Ελληνισμού, Λευκωσία.
Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2010), Διατήρηση ελιών και παρασκευάσματα από ελιές, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία.
Χατζηκυριάκου Ν. Γ. (2011), Αρωματικά και αρτυματικά φυτά στην Κύπρο. Από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λευκωσία.
Χατζηκώστας Λ. (1995), «Η ελιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου», Λαογραφική Κύπρος 25,45, 149-154.
Χατζησάββας Σ. (1996), «Η τεχνολογία της μετατροπής του ελαιόκαρπου σε ελαιόλαδο κατά την αρχαιότητα στην Κύπρο», Ελιά και Λάδι. Τριήμερο Εργασίας (Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993), Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ – ΕΛΑΪΣ Α.Ε., Αθήνα, 59-69.
Hadjisavvas S. (1992), Olive Oil Processing in Cyprus: From the Bronze Age to the Byzantine Period (Studies in Mediterranean Archaeology XCIX), Paul Åströms Förlag, Göteborg.
Πηγή φωτογραφίας:
«Κλαδί ελιάς με καρπούς» (http://en.wikipedia.org/wiki/File:Olivesfromjordan.jpg)
Ευφροσύνη Ηγουμενίδου, Ελένη Χρίστου, Δήμητρα Δημητρίου, Δήμητρα Ζαννέτου, Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Τόνια Ιωακείμ, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος