καράολος,ο

«Σαλιγκάρια»

«Σαλιγκάρια»

«Σαλιγκάρια»

Το σαλιγκάρι.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
καράολος
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για το σαλιγκάρι (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καράολος,ο, 306; Κυπρή 1989, λήμμα καράολος,ο, 451).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < ενετ./αραγων. caragol (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καράολος,ο, 182)
< ιταλ. caragollo (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καράολος, 52)

Ονομάζεται και σάλιαγκος, σάλιαγκας ή σαρίγκαλος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καράολος,ο, 192).

Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως ο καράολος είναι παροιμιώδης για τη δειλία του. Με το παραμικρό κρύβεται στο ελικοειδές κέλυφός του, εξού και η παροιμία: «’Πού τον φόον του εγίνην καράολος» (Κυπρή 1989, λήμμα καράολος,ο, 451).

Η λέξη, εκτός από καράολος, σημαίνει και κάθε ελικοεδές εργαλείο, του οποίου το σχήμα μοιάζει με το ελικοειδές όστρακο του κοχλία, όπως βίδα κ.λπ.: «Έσπασεν ο καράολος της μηχανής» (Κυπρή 1989, λήμμα καράολος,ο, 451). Επίσης, καράολος ονομάζεται και είδος κόμμωσης (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καράολος,ο, 182).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Μέθοδος Επεξεργασίας

Οι νοικοκυρές συνήθιζαν να μαγειρεύουν τους μνούχαρους οφτούς στα κάρβουνα ή βραστούς και να τους σερβίρουν με λεμόνι και αλάτι (Πετάσης 1992, 258-259). Άλλες νοικοκυρές τούς τηγάνιζαν, αφού προηγουμένως τους έβραζαν, για να τους αφαιρέσουν το κέλυφός τους, τους περνούσαν σε κλωνάρι σχοίνου και τους αλεύρωναν (Κατζή 2000, 106-107). Τα μικρότερα σαλιγκάρια, οι Κύπριοι τα έτρωγαν είτε βραστά όπως τους μνούχαρους είτε με πλιγούρι. Για την παρασκευή των καραόλων με πουρκούριν οι νοικοκυρές έβραζαν για λίγο τα σαλιγκάρια, αφαιρούσαν το κέλυφός τους και τα τηγάνιζαν σε ελαιόλαδο. Τσιγάριζαν ψιλοκομμένη ντομάτα, πρόσθεταν τα σαλιγκάρια και νερό και το πλιγούρι. Όταν το πλιγούρι απορροφούσε το νερό τότε το φαγητό ήταν έτοιμο. Άλλες φορές αντί για πλιγούρι πρόσθεταν ρύζι (Πετάση 1992, 258-259). Οι νοικοκυρές στο χωρίο Λυθράγκωμη της επαρχίας Αμμοχώστου, μαγείρευαν τα σαλιγκάρια γιαχνί με πατάτες ή κολοκυθάκια (Κατζή 2000, 107).

Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης σημειώνει τα εξής για το ψήσιμο των καραόλων: Τα μικρά σαλιγκάρια μαγειρεύονται με ρύζι πιλάφι και το φαγητό ονομάζεται καράολοι ππιλάφιν ή τρώγονται βραστοί με λαδόξιδον ή όξινον και λάδι. Οι μεγάλοι τηγανίζονται, αφού τους βγάλουν από το κέλυφος και τους αλείψουν με αλεύρι. Οι τηγανιτοί καράολοι είναι ορεκτικότατοι. Τους ψήνουν και στα κάρβουνα, αφού τους περάσουν σε λεπτά καλαμένια σουβλιά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καράολος,ο, 306).

Διατροφική Αξία

Σε περιόδους νηστείας που η κατανάλωση κρέατος δεν επιτρεπόταν, οι Κύπριοι κατανάλωναν καραόλους. Υπήρχαν σαλιγκάρια διαφορών μεγεθών: οι μεγάλοι με σκληρό μέγεθος που λέγονταν μνούχαροι, οι μέτριοι σε μέγεθος και οι τσιλλητήρες που ήταν μέτριου μεγέθους με πλακουτσό σχήμα. Κάθε ηλικίας Κύπριοι μάζευαν σαλιγκάρια τον πρώτο μήνα της άνοιξης που είχε υγρασία αλλά και το φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές. Τα σαλιγκάρια μαγειρεύονταν ανάλογα με το είδος τους με διαφορετικό τρόπο (Κατζή 2000, 105).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Η διαίρεση σε μικρούς και μεγάλους επικρατούσε παλαιότερα στις πόλεις. Στην ύπαιθρο οι μεγάλοι ονομάζονταν βουρβουλλάες ή βουρβουλλάοι, γιατί έμοιζαν με του λείμακες, οι οποίοι ονομάζονταν βουρβουλλά(δ)ες και οι μικροί, μανά(δ)ες (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καράολος,ο, 306).

Η συλλογή σαλιγκαριών για φαγητό, ήταν ένα αγαπημένο κυπριακό έδεσμα, το οποίο μαγείρευαν με διάφορους τρόπους. Τους καραόλους τους μάζευαν, όταν έπεφτε η πρώτη βροχή Οκτώβριο ή Νοέμβριο, οι οποίοι, μόλις έβγαιναν από το λήθαργό τους, συναντιόνταν, αφού είναι ερμαφρόδιτοι, για γονιμοποίηση και την επομένη στο μέρος όπου φυλάγονταν γέμιζε με τα μικρά τους αβγά. Οι καραόλοι συνήθως μαζεύονταν και τον Μάρτιο, όταν έβρεχε ή στη νοτιά, όπου τα βράδια με φώτα φαναριών διευκολυνόταν το μάζεμα (Χατζηαυξέντη 1994, 89).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κάτζη Μ. (2000), «Οι τροφές που μας έδινε η φύση», Λαογραφική Κύπρος 30,50, 104-110.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Πετάσης Γ. (1992), Η κωμόπολη της Κυθρέας: ιστορική, αρχαιολογική, πολιτιστική και λαογραφική επισκόπηση, Στέλιος Λειβαδιώτης Λτδ., Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Χατζηαυξέντης Κ. (1994), Άρδανα Αμμοχώστου, Ι. Γ. Κασουλίδης, Λευκωσία.


Πηγή φωτογραφίας:

«Σαλιγκάρια»

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Ελένη Χρίστου, Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος