Είδος ζυμαρικού.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για είδος ζυμαρικού. Το τριν είναι λεπτές λωρίδες από ζυμάρι, που σχηματίζονταν όταν έκοβαν το τυλιγμένο φύλλο, αφού αφαιρούσαν από μέσα τη σαΐτταν [σαΐττα,η = κυλινδρική λεία βέργα με την οποία ανοίγουν τις πίτες] (Κυπρή - Πρωτοπαπά (2003), 265). Βράζεται με γάλα ή μέλι (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα τριν,το, 482).
ΕΤΥΜ. τριν: Σύμφωνα με τον Κυριάκο Χατζηιώαννου η λέξη προέρχεται από το αρχ. ίτριον και κατά τον Κώστα Καραποτόσογλου από το αραβ. itriya (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα τριν,το, 482).
φτενίτες: Ο Παρασκευάς Μ. Σαμαράς στο άρθρο του «Παραδοσιακές τροφές από ζυμάρι» στο περιοδικό Λαογραφική Κύπρος, σημειώνει ότι η ονομασία αυτού του ζυμαρικού φαίνεται να προήλθε από τον τρόπο που κοβόταν δηλ. φτενό-φτενό, λεπτό (Σαμαράς 1992, 84).
Οι νοικοκυρές άνοιγαν λεπτό φύλλο από ζυμάρι που το έκοβαν σε λεπτές λωρίδες (Σαμαράς 1992, 84).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Το τριν ήταν συνηθισμένο φαγητο που το έτρωγαν τα παιδιά ως πρόγευμα, πριν κινήσουν για το σχολείο, αλλά και οι εργάτες του θερισμού ως βραδινό (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 267).
Συνήθως έκοβαν το τριν όταν το χρειάζονταν, όμως πολλές νοικοκυρές το έκοβαν, το στέγνωναν στον ήλιο και το φύλαγαν σε σακούλια για το χειμώνα.
Ως συνήθως το τριν το έβραζαν. Το έτρωγαν με πολλούς τρόπους, ανάλογα αν ήταν νηστεία ή όχι. Όταν δε νήστευαν το έτρωγαν με τρίμμαν [τρίμμαν,το = τριμμένο τυρί για τα μακαρόνια] από χαλλούμιν [χαλλούμιν,το = είδος κυπριακού λευκού και αλατισμένου τυριού] ή μυζήθρα (αναρή). Μπορούσε ακόμη να ψηθεί με το γάλα, οπότε λεγόταν και γαλότριν (Πέτρου-Ποιητού 2013, 35), στο οποίο μερικές φορές πρόσθεταν και ζάχαρη.
Τις μέρες που νήστευαν έφτιαχναν το τριν νηστίσιμο (νηστεμένον). Όταν έτρωγαν λάδι, πρόσθεταν στο βρασμένο τριν τηγάνιση. Η τηγάνιση γινόταν με διάφορους τρόπους: είτε τσιγάριζαν κρεμμύδι και το έριχναν από πάνω, είτε τσιγάριζαν κομμάτια ψωμιού και τα έβαζαν μέσα στο τρίν, είτε τσιγάριζαν λίγο από το ίδιο το τριν και το πρόσθεταν στο βρασμένο. Μετά την τηγάνιση τα ξανάβραζαν λίγο μαζί. Όταν δεν κατανάλωναν ούτε λάδι, έτρωγαν το τριν με το μέλι, που συνήθως ήταν χαρουπόμελο.
Το τριν το έψηναν συνήθως με τη φακή ή τη λουβάναν [λουβάνα,η = ο λάθυρος].
Ανάλογα με την περίπτωση το τριν είχε ζωμό και γινόταν σούπα ή ήταν χωρίς ζωμό. Συγκεκριμένα, το τριν με τηγάνιση ήταν σαν σούπα. Μερικές φορές στη σούπα πρόσθεταν εκτός από το τριν και πλιγούρι, όπως αναφέρεται από τον Άγιο Μάμα Λεμεσού (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 265-266).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σαμαράς Π. Μ. (1992), «Παραδοσιακές τροφές από ζυμάρι», Λαογραφική Κύπρος 22,42, 83-86.
Βαρβάρα Γιάγκου, Δημητρίου Δήμητρα, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος