Παραδοσιακά η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, του οποίου χρησιμοποιούσαν συνήθως την κεφαλή και τα πόδια.
Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
Ονομασία - Συνταγή
πηκτή (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα ζαλατῖνα,η, 13; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ζαλατίνα, 43), στερεοποιημένος/πηκτός ζωμός κρέατος (Κυπρή 1989, λήμμα ζαλατῖνα,η, 401)
Η ζαλατίνα ήταν το έδεσμα που έφτιαχναν οι νοικοκυρές από το κεφάλι, τα αφτιά, τη γλώσσα, τα μάτια και τις σιαγόνες του χοίρου (Ξιούτας 1978, 152-153). Τα έβραζαν και έπηζαν μέσα στο λίπος και το ξίδι (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα ζαλατῖνα,η, 153). Πέραν του ξιδιού, προσέθεταν και χυμό λεμονιών (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα ζαλατῖνα,η, 13).
ΕΤΥΜ. < γαλλ. gèlatine (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα ζαλατίνα,η, 152; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ζαλατίνα, 43) / λατ. gelare, που σημαίνει πήζω / gelée είδος φαγητού, ιταλ. gelatina (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα ζαλατῖνα,η, 153; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Ζαλατίνα, 43)
Εκδοχή Α΄:
1 ½ κιλό κρέας χοιρινό με κόκκαλο
2-3 πόδια χοιρινά καθαρισμένα
2 αφτιά
2 φλιτζάνια χυμό λεμονιού
2 φλιτζάνια χυμό κιτρομήλου
1 φλιτζάνι ξίδι
1 φακελάκι ζελατίνη
κόκκινες καυτερές πιπεριές
φρέσκο λασμαρίν
Εκδοχή Β΄:
κρέας και κόκαλα του χοίρου
κεφάλι του χοίρου
ξίδι
λεμόνι
αλάτι
λάσμαριν
αλάτι
Εκδοχή Α΄:
Βάζουμε σε μεγάλη κατσαρόλα μπόλικο νερό και το βράζουμε μέχρι να κοχλάσει.
Ρίχνουμε μέσα το κρέας, τα αφτιά και τα πόδια και τα αφήνουμε να βράσουν για 4-5 λεπτά.
Στη συνέχεια, τα ξεπλένουμε με κρύο νερό και τα ξαναβάζουμε στη φωτιά με καθαρό νερό μέχρι να βράσουν καλά και να ψηθούν. Κατά διαστήματα αφαιρούμε τον αφρό και αλατίζουμε.
Όταν ψηθούν, τα βγάζουμε από την κατσαρόλα και, όταν κρυώσουν, ξεχωρίζουμε τα κρέατα από τα κόκκαλα και τα κόβουμε σε μικρά κομμάτια.
Αφήνουμε τον ζωμό στη φωτιά να βράζει, μέχρι να εξατμιστεί αρκετός. Τότε προσθέτουμε τον χυμό των λεμονιών, των κιτρομήλων και το ξίδι. Περνούμε το ζουμί από πολύ λεπτή σίτα και το ξαναβάζουμε στη φωτιά με τα κρέατα, το λασμαρί και τις πιπερίτσες.
Τα αφήνουμε να καταστηθούν.
Διαλύουμε τη ζελατίνη σε ένα φλιτζάνι ζεστό νερό και την προσθέτουμε στην κατσαρόλα.
Κατεβάζουμε από τη φωτιά και βάζουμε λίγα κρέατα σε βαθουλή πιατέλα. Στη συνέχεια, τη γεμίζουμε με ζουμί.
Σε κάθε πιατέλα βάζουμε πάνω μια κόκκινη πιπεριά και ένα κλωναράκι λασμαρίν.
Αφήνουμε να κρυώσει και βάζουμε στο ψυγείο.
Εκδοχή Β΄:
Αφαιρούμε το τρίχωμα από το κεφάλι του χοίρου, το πλένουμε και το βάζουμε να ψηθεί για 3 ώρες.
Το βγάζουμε και το αφήνουμε να κρυώσει.
Αφαιρούμε το κρέας από τα κόκαλα και το κόβουμε σε μικρά κομματάκια.
Βάζουμε τα κόκκαλα εκεί που ψήσαμε το κεφάλι και τα αφήνουμε να ψηθούν για αρκετές ώρες.
Παίρνουμε τα κόκκαλα και περνάμε το ζουμί από τρυπητό.
Βάζουμε μέσα στο ζουμί το κρέας, το ξίδι, το λεμόνι, το αλάτι και το λάσμαριν.
Τα βάζουμε για λίγο στη φωτιά και μετά τα βάζουμε σε μικρά δοχεία και τα αφήνουμε να κρυώσουν.
Η ζαλατίνα είναι έτοιμη (Προφ. μαρτυρία: Χαρίτος Χαρίτου, 70 ετών, Κυπερούντα - Λεμεσός, στις Κούρρη και Λαζάρου 2007, αδημοσίευτα στοιχεία).
Στο βιβλίο «Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα» του Γιώργου Ι. Μαυροκορδάτου σημειώνονται τα εξής για τη ζαλατίνα: «Πιάννουμεν κκελλέν του σιοίρου τζιαι πόθκια, καχαρίζουμεν την κκελλέν καλά-καλά που τες τρίσιες με λεπίδα. Κάμνουμεν την πεντέξι οκτώ κομμάθκια τζιαι βάλλουμεν τζιαι χογλούν ώσπου να ξικοκκαλιστούν. Ύστερα φκάλλουμεν το κριάς που το ζουμίν, κουλιάζομεν το για να μεν ’νεν μέσα τα κοκκαλούθκια. Βάλλουμεν το κριάς μες στες κούππες, βάλλουμεν μέσα στην κούππαν φύλλα λασμαρκού, δάφνην τζ̆ι αρτύματα (πιπέρι), λλίον ξύδι, σφίγγουμεν όξινα τζιαι κιτρόμηλα τζιαι λλίην κανέλλαν τζιαι το ζουμίν του τζι αφήννουμεν το δκυο τρεις μέρες ώσπου να πήξει η τρεμούρα [τρεμούρα,η = ο ζελές]» (Μαυροκορδάτος 2003, 306). Την ίδια περίπου περιγραφή για την παρασκευή της ζαλατίνας παραθέτει και ο Γιώργος Στ. Πετάσης στο έργο του «Η κωμόπολη της Κυθρέας: ιστορική, αρχαιολογική, πολιτιστική και λαογραφική επισκόπηση» (Πετάσης 1992, 261).
βράσιμο
Παραδοσιακά δεν γινόταν χρήση ζελατίνης.
Στα χωριά της Πάφου παρασκεύαζαν τη χογλαστή ζαλατίνα. Η χογλαστή ζαλατίνα παρασκευαζόταν όπως η κοινή ζαλατίνα, μόνο που καταναλωνόταν προτού πήξει ο ζωμός (Ξιούτας 1978, 152-153).
Λειτουργικός & Συμβολικός Ρόλος
Η ζαλατίνα θεωρούνταν ιδανικός μεζές για τις κρύες νύχτες του χειμώνα, οπότε καταναλωνόταν μαζί με ένα ποτηράκι ζιβανίας ή αλλού αλκοολούχου ποτού (Ξιούτας 1978, 152-153). Γενικά ήταν έδεσμα που τρωγόταν με ποτό (κρασί, ζιβανία).
Παλαιότερα πίστευαν πως όσο πιο λευκό ήταν το χρώμα της ζαλατίνας τόσο καλύτερη η ποιότητά της (Ξιούτας 1978, 152-153).
Η ζαλατίνα ήταν ιδανικός μεζές και δεν έλειπε από κανένα σπίτι την ημέρα της Σήκωσης, που σηματοδοτούσε την έναρξη της νηστείας του Πενηνταημέρου (Ξιούτας 1978, 152-153).
Τη διαδικασία σφαγής του οικόσιτου χοίρου (χοιροσφάγια), η οποία είχε και τελετουργικό χαρακτήρα, μοιραζόμαστε με πολλούς λαούς της Μεσογείου. Ο χοίρος είναι το μοναδικό ζώο, όταν βεβαίως μεγαλώσει σωστά, από το οποίο αξιοποιούμε όλα τα κομμάτια μετά τη σφαγή, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Παραδοσιακά, η ζαλατίνα στην Κύπρο φτιαχνόταν μετά τη σφαγή του καλοαναθρεμμένου χοίρου, χρησιμοποιώντας συνήθως την κεφαλή και τα πόδια. Το κρέας βραζόταν καλά και αρτυζόταν με αλάτι, πιπέρι, κομμάτια κόκκινης καυτερής πιπεριάς και δενδρολίβανο. Προσέθεταν επίσης ξίδι, χυμό από νεράντζια και λεμόνια.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Η νοικοκυρά έβραζε τα κομμάτια αυτά σε νερό, μέχρι να μαλακώσουν καλά τα άπαχα μέρη του του. Στη συνέχεια, αφαιρούσε το κρέας από την κατσαρόλα και άφηνε το ζωμό στη φωτιά μέχρι να εξατμισθεί τελείως το νερό, δηλαδή να «καταστηθεί», και προσέθετε χυμό λεμονιού ή κιτρόμηλου. Ταυτόχρονα, μοίραζε το κρέας σε μικρά δοχεία και πρόσεθετε κόκκους πιπεριού, κομμάτια καυτερής κόκκινης πιπεριάς και δενδρολίβανο. Όταν ο ζωμός ήταν έτοιμος, τον έριχνε στα δοχεία με το κρέας. Μετά από λίγες ώρες ένα λευκό στρώμα στερεοποιημένου ζωμού –με την υφή της ζελατίνης- κάλυπτε το κρέας. Όσο πιο λευκό ήταν το χρώμα της ζελατίνης, τόσο καλύτερης ποιότητας θεωρείτο η πηκτή.
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Καραβάς (2002), τ. 5, Έκδοση Προσφυγικού σωματείου «Ο Καραβάς», Λευκωσία.
Κούρρη Π. και Λαζάρου Σ. (επιμ.) (2007), Παραδοσιακές συνταγές του χωριού Κυπερούντα (αδημοσίευτα στοιχεία).
Κυθραιώτου Φ. (2009), Τροφή: αφορμή σχέσης, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Πετάσης Γ. (1992), Η κωμόπολη της Κυθρέας: ιστορική, αρχαιολογική, πολιτιστική και λαογραφική επισκόπηση, Στέλιος Λειβαδιώτης Λτδ., Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πηγή φωτογραφίας:
«Ζαλατίνα» (Υπουργείο Γεωργίας)
Φλωρεντία Κυθραιώτου, Δήμητρα Δημητρίου, Στάλω Λαζάρου, Ελένη Χρίστου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ