Ονομασία - Προέλευση
Το λουκάνικο είναι αλλαντικό, φτιαγμένο με κιμά σε έντερο (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λουκάνικο, 78).
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης σημειώνει πως είναι αλλαντικό κυλινδρικού σχήματος που παρασκευάζεται από ψιλοκομμένο και καρυκευμένο κρέας μέσα σε περίβλημα από ζωική μεμβράνη (συνήθως έντερα) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λουκάνικο,το, 1022).
ΕΤΥΜ. < μεσν. λουκάνικον < λατ. lucanicum [lucanicum = είδος αλλαντικού] < Lūcāni, λαός της Κάτω Ιταλίας, ο οποίος παρασκεύαζε με αυτό τον τρόπο τα αλλαντικά (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λουκάνικο,το, 1022; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λουκάνικο, 78)
Το λουκάνικο ονομαζόταν και «τεράτσιν» επειδή μοιάζει με τον καρπό της χαρουπιάς, το τεράτσιν.
Η προετοιμασία για την παρασκευή των λουκάνικων ξεκινούσε την ημέρα σφαγής του χοίρου. Τα έντερα του ζώου πλένονταν, αναποδογυρίζονταν, ξύνονταν με καλάμι και βυθίζονταν σε δοχείο με ξηρό μαύρο, μπρούσκο, κρασί (Ξιούτας 1978, 148). Η νοικοκυρά με δεξιοτεχνία ψιλοέκοβε τα τσιρίντζ̆ια ή τα τιτσ̆ιά για τη παρασκευή των λουκάνικων. Ο χονδροαλεσμένος κιμάς εμπλουτιζόταν με λίπος και μυρωδικά όπως κόλιανδρο, κύμινο, ώριμο καρπό σχίνου, κόκκους πιπεριού και μικρά κομμάτια καυτερής κόκκινης πιπεριάς ώστε τα λουκάνικα να γίνουν πιο εύγεστα (Πετάσης 1992, 260). Η νοικοκυρά αναμίγνυε όλα τα υλικά και κάλυπτε το μείγμα με μπρούσκο κρασί για τρεις έως οκτώ ημέρες (Νεοφύτου 1991, 71). Καθημερινά η νοικοκυρά ζύμωνε το μείγμα και πρόσθετε σε αυτό κρασί, αφού προηγουμένως δοκίμαζε τη γεύση του μείγματος τηγανίζοντας μικρή ποσότητα (Ξιούτας 1978, 148-149). Την ημέρα παρασκευής των λουκάνικων, ένα χλωρό κλαδί σχοίνου ή μυρσίνης προσαρμοζόταν στην άκρη του εντέρου για να ανοιχθεί. Η νοικοκυρά με το χέρι έπαιρνε τσιρίντζ̆ια και γέμιζε το έντερο, το σ̆σ̆οινίν, σφίγγοντας και στρίβοντάς το σε διαστήματα 15-20 εκατοστών, ώστε να σχηματίσει τα τεράτσ̆ια (Ξιούτας 1978, 149). Συνήθως, σε κάθε σ̆σ̆οινίν σχηματίζονταν οκτώ έως δώδεκα τεράτσ̆ια που το κάθε ένα περιείχε δύο με τρία κομμάτια καυτερής πιπεριάς. Τέλος, με ένα σκλινίτζ̆ιν η νοικοκυρά τρυπούσε τα τεράτσ̆ια, τα κρεμούσε σε μία δοκό κοντά στην εστία, στην τσιμινιάν, ώστε να αποξηρανθούν και να καπνιστούν, για οκτώ έως δέκα ημέρες (Νεοφύτου 1991, 71).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Οι Κύπριοι συνήθιζαν να τρώνε τα αποξηραμένα λουκάνικα ωμά ως μεζέ (Ξιούτας 1978, 149) με πιννιάν.
Φημισμένα για τη γεύση τους λουκάνικα ήταν της Πάφου (τα παφίτικα) και της Πιτσιλλιάς (τα πιτσιλλίσιμα) (Ξιούτας 1978, 150).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Σε κάποιες περιοχές δεν ήταν απαραίτητο το κάπνισμα των λουκάνικων αλλά μόνο η αποξήρανσή τους στον αέρα, που διαρκούσε όμως περισσότερες ημέρες (Νεοφύτου 1991, 71). Τα στεγνά λουκάνικα τηγανίζονταν ελαφρά και φυλάσσονταν σε κούζους σκεπασμένα με μύλλαν ή ελαιόλαδο (Ξιούτας 1978, 149). Αυτά ονομάζονταν κουμνιαστά λουκάνικα, ενώ τα άλλα, χωριάτικα.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Νεοφύτου Κ. (1991), «Συντήρηση κρέατος», Λαογραφική Κύπρος 21,41, 63-73.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Πετάσης Γ. (1992), Η κωμόπολη της Κυθρέας: ιστορική, αρχαιολογική, πολιτιστική και λαογραφική επισκόπηση, Στέλιος Λειβαδιώτης Λτδ., Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πηγή φωτογραφίας:
«Λουκάνικα και λούντζα» (Αρχείο Δ. Δημητρίου)
Αντωνία Ματάλα, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ