κκιουλπαστή - κκερπαστή,η - κ(κ)ιουλπατσίν,το

«Μεγάλα κομμάτια χοιρινού κρέατος, ψημένα στα κάρβουνα»

«Μεγάλα κομμάτια χοιρινού κρέατος, ψημένα στα κάρβουνα»

Πηγή: https://pixabay.com/en/grilled-meats-barbecue-meat-grill-1309473/

«Μεγάλα κομμάτια χοιρινού κρέατος, ψημένα στα κάρβουνα»

Κρέας ψημένο στα κάρβουνα.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
κκιουλπαστή, κκερπαστή, κ(κ)ιουλπατσίν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για κοτολέτα στα κάρβουνα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κκιουλπαστή - κκερπαστή,η - κκιουλπατσίν,το, 205; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κκιουλπαστή, 60) / μεγάλα κομμάτια χοιρινού κρέατος ή συκωτιού, ψημένα στα κάρβουνα (Κυπριανού 1974, 298): «Τό κιουλπατσίν ἔν’ ὁ καλλίτερος μεζές» (Κυπρή 1989, λήμμα κιουλπατσίν,το, 28).

Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γ. Γιαγκουλλή κκιουλπαστή θεωρείται, γενικά, το μη νηστήσιμο φαγητό (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κκιουλπαστή - κκερπαστή,η - κκιουλπατσίν,το, 205).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < τουρκ. külbasti (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κκιουλπαστή - κκερπαστή,η - κκιουλπατσίν,το, 205), kül, δηλαδή χόβολη (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κκιουλπαστή, 60)

Στην Πάφο ονομάζεται κκελπαστή και λέγεται για το παστό χοιρινό, που διατηρείται σε χοιρινό λίπος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κκιουλπαστή, 60).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Οικιακή κτηνοτροφία
Μέθοδος Επεξεργασίας

Οι Τσακκιστριώτες την παραμονή Χριστουγέννων έσφαζαν τους χοίρους τους, τους οποίους μεγάλωναν όλο τον χρόνο. Έτσι, κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων συνήθιζαν να τρώνε την «κκερπαστήν», που ήταν μεγάλα κομμάτια χοιρινό κρέας ή συκώτι, ψημένα απευθείας στα κάρβουνα της τσιμινιάς (Κυπριανού 1974, 297-298).

Εορταστικές Περιστάσεις

Στην ορεινή περιοχή γύρω από την Τσακκίστρα το συγκεκριμένο έδεσμα παρασκευαζόταν τα Χριστούγεννα (Κυπριανού 1974, 298).

Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Την κκερπαστήν συνήθως τη συνόδευαν μαζί με ένα δυνατό ποτό, όπως τη ζιβανίαν, την οποία έφτιαχναν από τα τσίπουρα των μαύρων σταφυλιών (Κυπριανού 1974, 298).

Με τη σφαγή του οικόσιτου χοίρου εξασφάλιζαν τα λουκάνικα, τη λούντζαν, τη ζαλατίναν, το λαρτίν και τη μύλλαν, τις εύγεστες τιτσιρίδες και τα σ̆οιρομέρκα. Τη μύλλαν τη χρησιμοποιούσαν καθημερινά στο τηγάνισμα, αλλά και σ' αυτήν συντηρούσαν για πολλούς μήνες -μέχρι το καλοκαίρι, μέσα σε κούμνες - τηγανητά κομμάτια κρέας που τα είχαν βάλει πριν σε στερκόν κρασί (Κυπριανού 1974, 297-298).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Κυπριανού Χ. Σ. (1974), «Τροφαί του χωριού Τσακκίστρα της Κύπρου», Λαογραφία ΚΘ΄ (ΧΧΙΧ), Εν Αθήναις, 295-310.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.


Πηγή φωτογραφίας:

«Μεγάλα κομμάτια χοιρινού κρέατος, ψημένα στα κάρβουνα» (https://pixabay.com/en/grilled-meats-barbecue-meat-grill-1309473/)

Ερευνητής/Καταχωρητής

Βαρβάρα Γιάγκου, Πετρούλα Χατζηττοφή, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος