Το δάσος της Βάλιας ήταν πάντοτε ένας από τους πιο πλούσιους κυνηγητότοπους της Κύπρου. Ο Αγγλος περιηγητής Sir Samuel Baker ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο το 1879 γράφει τα πιο κάτω για τη Βάλια:
"Το επόμενο πρωινό ξεκινήσαμε στις 8.30 από το Τρίκωμο. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα παρά σ’ αυτή θα αναμέναμε βροχή. Σύντομα φθάσαμε σε μια περιοχή που είναι ολότελα διαφορετική από τη σιχαμερή Μεσαορία... Βρεθήκαμε σύντομα μέσα σε δάσος από χαμηλούς θάμνους και δένδρα που πρέπει να ήταν κατάμεστο από κυνήγι. Τα κυνηγετικά μου σκυλιά καταγοητευμένα άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στους θάμνους σαν εμείς συνεχίζαμε το ταξίδι μας ξεχαράζοντας εδώ και εκεί δυό-τρία κοκκινοπόδαρα περδίκια. (Sir Samuel Baker Cyprus as I saw it in 1879: London 1879, 103-4), βλ. Γεωργιάδη Ανδρέα (1992) 269.
Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Κυνήγι-Ψάρεμα
Οι πλείστοι κυνηγοί κυνηγούσαν κυρίως πέρδικες και λαγούς.
Στα Γαστριά ψάρευαν με αγγίστρι ή με σκαρκές. Μερικοί κατά την διάρκεια και μετά τον Β΄Παγκόσμιο χρησιμοποιούσαν τον επικίνδυνο τρόπο ψαρέματος-τη χρήση δυναμίτη, Γεωργιάδη Ανδρέα (1992) 269-271.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο και στις δεκαετία 1950-60 ο αριθμός των κυνηγών αυξήθηκε. Νέοι κυνηγοί από τα Γαστριά, το Πατρίκι τον Αγ. Θεόδωρο και από το Βαρώσι εξορμούσαν κάθε Κυριακή και Τετάρτη στη Βάλια για το περδίκι και το λαγό.
Η άδεια του κυνηγιού στα παλιά χρόνια άρχιζε από τον Αύγουστο και διαρκούσε μέχρι τις 15 του Γενάρη. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, επειδή οι κυνηγοί αυξήθηκαν σε αριθμό και το κυνήγι άρχισε να γίνεται περισσότερο σπάνιο, το κυνήγι επιτρεπόταν μόνο την Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή. Από το 1960 το κυνήγι επιτρεπόταν μόνο Τετάρτη και Κυριακή από τον Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη.
Πιο πέρα από την ψυχαγωγική του πλευρά το κυνήγι ήταν για το χωρικό μέσο χαλάρωσης και αποδεκτής εξωτερίκευσης των στενοχώριων του, των απογοητεύσεων του. Αναπόσπαστο μέρος του κυνηγιού ήταν τα διάφορα πειράγματα μεταξύ των κυνηγών, το κουτσομπολιό, τα πολλά ανέκδοτα για τους αποτυχημένους (ατζαμήδες) κυνηγούς, τους κυνηγούς - παπαγάλους. Στο καφενείο του χωριού τα πειράγματα ήταν συχνά. Τα σχόλια στρέφονταν τόσο προς τους καλούς κυνηγούς που εκείνη την ημέρα επέστρεφαν παπαγάλοι - "δεν έπιασαν φτερό" όσο και προς τους ατζιαμήδες κυνηγούς που πέτυχαν λαγούς και περδίκια. Οι καλοί κυνηγοί δικαιολογούσαν συχνά την αποτυχία τους αποδίδοντας την δήθεν στο ότι εκείνο το πρωϊ είδαν ξημέρωμα κάποιον γυναίκα που "έπιανε το μάτι της.Γεωργιάδη Ανδρέα (1992) 270-71.
...........
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός του Βαρωσιού άρχισε να πληθαίνει και αυξήθηκε η κατανάλωση του ψαριού. Με τα νέα μέσα συγκοινωνίας τα αυτοκίνητα έστελλαν το ψάρι στην αγορά της Λευκωσίας Θεσπίστηκε επίσης προστατευτική νομοθεσία περί αλιείας και έτσι η θέση των ψαράδων καλυτέρευσε αλλά αυξήθηκε η τιμή ρου είδους.
Οι βάρκες που χρησιμοποιούσαν για ψάρεμα ήταν οι συνηθισμένες ψαρόβαρκες με κουπιά ή με πανί.Πολύ αργότερα κατά το 1930 μερικοί έβαλαν μικρές μηχανές στις βάρκες τους. Μ’ αυτές τις ψαράδικες βάρκες οι Βαρωσιώτες έκαναν επίσης βόλτες στη θάλασσα κατά την πανήγυρι του κατακλυσμού και αργότερα ασκήθηκαν στην κωπηλασία και στο πανί,
Μιχαηλίδη Α.Μ. (1970) 57.
Γεωργιάδη Ανδρέα (1992), Γαστριά - Πατρίκι : οι πύλες της Καρπασίας, Λευκωσία
Μιχαηλίδη Α.Μ. (1970), Το παλιό Βαρώσι : εικόνες μιας εποχής, επιμ. Π. Σταύρου, Λευκωσία,
Ελένη Χρίστου