Είδος σάλτσας της βυζαντινής περιόδου, από εντόσθια ψαριού.
Ονομασία - Προέλευση
Γάρος ή γάρον.
Από το αρχ. ελλ. "γάρος" (είδος ψαριού) ή το λατιν. "garum" (είδος εμβάμματος από εντόσθια ψαριού).
Είδος σάλτσας από τα εντόσθια, τα βράγχια και το αίμα του ψαριού "γάρος" μαζί με αλεσμένα λαχανικά και αλάτι.
Όταν ο γάρος αναμιγνυόταν με νερό, κρασί, ξύδι ή λάδι λεγόταν "υδρόγαρος", "οινόγαρος", "οξύγαρος" ή "γαρέλαιον".
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Για να παρασκευάζουν ή να προσφέρουν σάλτσες όπως τον "γάρον" οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ειδικά σκεύη, που ονομάζονταν "σαλτσάρια" ή "σαλτσερά", "γαράρια" ή "γαρερά". Οι σάλτσες τρώγονταν ζεστές. Ζεστές τρώγονται και σήμερα οι σάλτσες, γι’ αυτό και προσφέρονται συχνά μέσα σε ειδικά αυτοθερμαινόμενα σκεύη. Τέτοιου είδους αυτοθερμαινόμενα κεραμικά σκεύη έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στην Κύπρο, και χρονολογούνται κυρίως στον 11ο και 12ο αι. μ.Χ.
Κουκουλές, Φ. (1952). Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Αθήνα, 40-41.
Μπακιρτζής, Χ. (1989). Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, Έκδοση Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 55.
Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Δ. (1999α). Βυζαντινά Εφυαλωμένα Κεραμικά: Η Τέχνη των Εγχάρακτων, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, αρ. 6, σελ. 29.
Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Δ. (1999β). Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο, Λιθογραφία Ζαβαλλή Λτδ, Λευκωσία, σελ. 8.
Αθανάσιος Βιώνης