αρκοτζ̆ινάρα (αρκοτζινάρα),η

«Αρκοτζ̆ινάρα (αγριαγκινάρα)»

«Αρκοτζ̆ινάρα (αγριαγκινάρα)»

Πηγή: Καντζηλάρης 2007, 267

«Αρκοτζ̆ινάρα (αγριαγκινάρα)»

Η αγριαγκινάρα τρώγεται φρέσκα και μαγειρεμένη. Οι μίσχοι συνοδεύουν βραστά όσπρια, κυρίως φασόλια και λουβιά. Οι αγκινάρες τους γίνονται βραστές, τηγανίζονται με αβγά ή με κρέας και πατάτες στην κατσαρόλα και είναι πολύ εύγευστες.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
αρκοτζινάρα ή καυκαρομάνα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

κινάρα η κάκτος, αγριαγκινάρα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αρκοτζ̆ινάρα,η, 77)

Η αγριαγκινάρα «είναι πολυετές ακανθώδες φυτό με εύρωστη ρίζα, που παραμένει ζωντανή για να δώσει καινούργιους βλαστούς τον επόμενο χρόνο. Το υπέργειο μέρος ξηραίνεται κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το φυτό μοιάζει με την ήμερη αγκινάρα, με μόνη διαφορά ότι φέρει αγκάθια. Επίσης, μοιάζει πολύ με τη χωστή που ανήκει και αυτή στο ίδιο γένος. Η αγριοαγκινάρα διαφέρει από τη χωστή, στο ότι είναι πολύ πιο εύρωστη με φύλλα που εκτείνονται προς τα πάνω και φέρει μεγαλύτερα και περισσότερα αγκάθια. Η χωστή είναι πιο μικρή, με φύλλα απλωτά στο έδαφος και με λιγότερα και μικρότερα αγκάθια.
Απαντά συνήθως σε διάφορες πεδινές περιοχές της Κύπρου. Εντοπίζεται κυρίως σε ακαλλιέργητους χώρους και όρια χωραφιών» (Σαββίδης 1999, 10-11).

«Είναι πολυετής θάμνος, που μπορεί να φτάσει τα δύο μέτρα ύψος. Η ρίζα της είναι εύρωστη και βαθιά, τα στελέχη όρθια, χοντρά, με αυλακώσεις. Τα φύλλα έχουν λευκοπράσινο χρώμα, είναι αντίθετα, λογχοειδή, σύνθετα, με ισχυρό κεντρικό νεύρο, βαθιά διαιρεμένα, με αγκάθια. Οι ανθοφόροι βλαστοί βγαίνουν από τις μασχάλες των φύλλων και καταλήγουν σε ωοειδείς ταξιανθίες, που η βάση τους καλύπτεται από λεία, βράκτια φύλλα, που επικαλύπτονται, σχηματίζοντας μια σαρκώδη ανθοδόχη· τα εξωτερικά και τα μεσαία καταλήγουν σε αγκάθι. Τα βράκτια φύλλα της είναι μικρά, σε αντίθεση με τα βράκτια φύλλα της καλλιεργούμενης αγκινάρας, που είναι μεγαλύτερα και χωρίς αγκάθια. Τα ανθίδια είναι πολλά (300-400), σωληνοειδή, ερμαφρόδιτα, με πέταλα πορφυρά ή μοβ. Η γονιμοποίηση γίνεται μόνο από έντομα· τα άνθη της αγκινάρας είναι τα αγαπημένα των μελισσών. Οι καρποί περιέχουν πολλούς σπόρους, που έχουν στην κορυφή τους αρκετά μικρά τριχίδια, που διευκολύνουν τη διασπορά τους στον αέρα και τη διάδοση έτσι του φυτού» (Παπούλιας 2006, 26-27).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

Επιστημονική ονομασία: Cynara cardunculus/asteraceae και σύμφωνα με τον Ξενοφών Π. Φαρμακίδη: Cynara horrida και Cynara sibthorpiana (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αρκοτζ̌ινάρα,η, 248)

Τα μεγάλα άνθη της αρκοτζ̆ινάρας ονομάζονται καυκαρούες (Σαββίδης 1999, 10).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Μέθοδος Επεξεργασίας

Η αγριαγκινάρα τρώγεται φρέσκα και μαγειρεμένη. Οι μίσχοι των τρυφερών φύλλων, αφού καθαριστούν από τα αγκάθια, τρώγονται φρέσκοι όπως και οι αγκινάρες τους. Οι μίσχοι, αφού βραστούν προηγουμένως και αλλαχτεί το νερό τους γιατί είναι χόρτο πικρό, τοποθετούνται μέσα σε βραστά όσπρια, κυρίως φασόλια και λουβιά. Οι αγκινάρες τους γίνονται βραστές, τηγανίζονται με αβγά ή με κρέας και πατάτες στην κατσαρόλα και είναι πολύ εύγευστες. Μαζεύονται από τον Γενάρη ως τον Απρίλη (Καντζηλάρης 2007, 262).

Στο Παλαιχώρι, τις αγριαγκινάρες τις τηγάνιζαν με αβγά (Ψιλλίτα-Ιωάννου 2010, 59).

«Τα τρυφερά φύλλα, αφού καθαριστούν από τα αγκάθια, βράζονται και τρώγονται. Συνήθως γίνονται με όσπρια. Επίσης, τρώγονται τα μεγάλα άνθη (καυκαρούες) όταν είναι φρέσκα» (Σαββίδης 1999, 10).

Διατροφική Αξία

Οι αγριαγκινάρες περιέχουν ελάχιστες θερμίδες, βιταμίνες Α, Β1, Β2 Β3 και ασβέστιο, φωσφόρο, νάτριο, κάλλιο, σίδηρο, λευκώματα, υδατάνθρακες και ινσουλίνη (Καντζηλάρης 2007, 262).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Ως βότανο, η αγριαγκινάρα είναι διουρητικό, συστήνεται ως τονωτικό του συκωτιού, λέγεται ακόμα ότι κατεβάζει τη χοληστερίνη (Παπούλιας 2006, 11). Είναι από τα λίγα φυτά που επιδρούν άμεσα και γρήγορα στις διάφορες παθήσεις του συκωτιού (Καντζηλάρης 2007, 262). Ο λαός πίστευε ότι η αγριαγκινάρα καθαρίζει το αίμα (Λοίζου 1999, 163).

Στην αγκινάρα αναφέρεται δίστιχο δημοτικό τραγούδι της αγάπης:
«Τα ξώφυλλα τωμ μαρουλλιών, τα φύλλα των τζινάρων
Τζαί όπου ’ν’ τα ποκιαλόγια λαλούμ μου να τα πάρω» (Ταουσιάνης 2008, 158).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Καντζηλάρης Γ. (2007), Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του χρόνου, Έκδοση Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Καϊμακλίου, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Λοΐζου Π. (1999), Σπαθαρικό Αμμοχώστου. Το χωρκό μου (ζωή, ιστορία, ασχολίες), Λεμεσός.

Παπούλιας Θ. (2006), Τα Άγρια Φαγώσιμα Χόρτα του Βουνού και του Κάμπου, Ψύχαλος, Αθήνα.

Σαββίδης Λ. (1999), Αγριόχορτα που τρώγονται: Από τη χλωρίδα της Κύπρου, Print today, Λευκωσία.

Ταουσιάνης Χ. (2008), Λαογραφικά σύμμεικτα Ριζοκαρπάσου. Αναφορές και σε άλλα μέρη της Κύπρου και του ευρύτερου Ελληνισμού, Λευκωσία.

Ψιλλίτα-Ιωάννου Π. (2010), Παλαιχώρι: Ιστορία και Πολιτισμός, Πλατύπους Εκδοτική, Αθήνα.


Πηγή φωτογραφίας:

«Αρκοτζινάρα (αγριαγκινάρα)» (Καντζηλάρης 2007, 267)

Ερευνητής/Καταχωρητής

Τόνια Ιωακείμ, Κυριακή Παντελή, Σάββας Πολυβιου, Ελένη Χρίστου / Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος