ψωμίον, ψωμίν, ψουμίν, άρτος
Ονομασία - Προέλευση
ψωμί, άρτος
Οι ποιότητες ψωμιού στους Βυζαντινούς ήταν διάφορες, ανάλογες με το είδος του αλευριού και του τρόπου με τον οποίο άλεθαν τα δημητριακά. Υπήρχε ψωμί σταρένιο αλλά και από κριθάρι (Μότσιας 1998, σελ. 73).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Το ψωμί αποτελούσε τη βάση της βυζαντινής διατροφής. Στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου (Κουκουλές 1952, σελ. 12-29) γίνεται διάκριση μεταξύ "άσπρου" και "μαύρου" ψωμιού. Το άσπρο (άσπρον, σεμιδαλάτον, σιλιγνίτης, αφράτον) υπήρξε ψωμί πολυτελείας και προοριζόταν για την τάξη των πιο εύπορων πολιτών, ενώ το μαύρο (μεσοκάθαρον, κιβαρίτης, πιτυρούντας) ήταν ψωμί δεύτερης ποιότητας και περιγράφεται ως ψωμί "της πτωχίας", όπως και το ακόμη χαμηλότερης ποιότητας "χονδρόχυλο" ψωμί. Αν και διατροφικά πιο πλούσιο το ψωμί δεύτερης ποιότητας, ο ποιητής διαμαρτύρεται για τη φτώχια του:
"εκείνοι τον σεμίδαλιν, ημείς τον πιτυρούντα".
Η αυστηρή νηστεία ακολουθούνταν σε μοναστήρια, όπου το πιο συνηθισμένο φαγητό ήταν το "αγιοζούμιν" (ζωμός από νερό, λάδι και θυμάρι), μέσα στο οποίο έτριβαν ψωμί προκειμένου το γεύμα να γίνει πιο χορταστικό (Hesseling & Pernot 1910, σελ. 61–62).
Ο ένζυμος άρτος, δηλαδή το πρόσφορο, το οποίο στη μέση φέρει τη σφραγίδα ΙC ΧΡ ΝΙ ΚΑ, χρησιμοποιείται μαζί με τον οίνο (ανάμα) για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, σε ανάμνηση του λυτρωτικού θανάτου και της Ανάστασης του Ιησού Χριστού. Στη Θεία Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, μεταβάλλονται σε "σώμα" και "αίμα" Κυρίου (Φειδάς 2002).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Η απεικόνιση ψωμιών σφαιρικού σχήματος (συχνά με σφραγίδα σε σχήμα σταυρού στο κέντρο τους) σε σκηνές του Μυστικού Δείπνου, του Γάμου στην Κανά ή της Θείας Μετάληψης είναι πολύ συνηθισμένη στη βυζαντινή εικονογραφία και κατά κύριο λόγο συμβολική. Παρόλα αυτά, παρατηρείται αύξηση του αριθμού των σφαιρικών ψωμιών σε σκηνές του Μυστικού Δείπνου (ένα μπροστά από κάθε συνδαιτυμόνα) που χρονολογούνται στη Μεσοβυζαντινή περίοδο (9ος-12ος αι.) σε ναούς στην Κύπρο και αλλού. Αυτό έχει οδηγήσει αρκετούς μελετητές στο συμπέρασμα πως πρόκειται για φέτες ψωμιού οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως πιάτα (για την τοποθέτηση μικρών μερίδων τροφής πάνω σε αυτά) και στη συνέχεια τρώγονταν βουτώντας τα σε σάλτσα (Vionis 2001, σελ. 87-88).
D.C. Hesseling & H. Pernot. 1910. Poèmes prodromiques en grec vulgaire. Amsterdam: Verhandelingen der Koninklijke Akademie van Wetenschappen 11.
Φ. Κουκουλές, 1952. Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός. Τόμος Ε. Αθήνα.
Χ. Μότσιας, 1998. Τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος.
Β. Φειδάς, 2002. Εκκλησιαστική Ιστορία. Αθήνα: Εκδόσεις Διήγηση.
A. Vionis, 2001. “Post Roman Pottery Unearthed: Medieval Ceramics and Pottery Research in Greece”. Medieval Ceramics 25, σελ. 84-98.
Αθανάσιος Βιώνης