Είδη ψωμιών τον 19ον αι. (Ψωμιά, ποξαμάτια, γλυσταριές, τα αρκατένα, τριμυθόπιττες, παννυχίδες)

Mας έτυχε να φτάσουμε σ’ ένα χωριό πολύ αργά τη νύχτα, απρόοπτα και πεινασμένοι, και να υποδεχτούν πολύ φιλόξενα αλλά να μην υπάρχει τίποτα στο σπίτι, ούτε ένα κομμάτι ψωμί, ούτε καν λίγο αλεύρι. Tότε έμπαινε σε ενέργεια το χειρομύλι. Kαι τι ευχαρίστηση νιώθαμε, όταν οι γυναίκες μας έφερναν τα ψωμιά από το αλεύρι του χειρομύλου, που τα τρώγαμε ζεστά αλείφοντάς τα με βούτυρο ...

Ohnefalsch-Richter (1900, σελ.96)





Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
Ψωμιά, ποξαμάτια, γλυσταριές, τα αρκατένα, τριμυθόπιττες, παννυχίδες
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Είδη ψωμιών

H συγγραφέας διαπιστώνει ότι το κυπριακό αλεύρι είναι σκούρου χρώματος και ακόμη και το καλύτερο σιταρένιο ψωμί δεν είναι ποτέ άσπρο.
Στα καφενεία των χωριών όμως παρατηρεί ότι πωλείται στους ξένους σπιτίσιο ψωμί.
Ψήνουν ψωμιά από καθαρό σιτάρι, από κριθάρι και άλλα από μίγμα σιταριού και κριθαριού.
Συχνά μαζί με τα ψωμιά, ψήνουν και παξιμάδια με διαφορετικούς τρόπους. Tο πιο κοινό ξερό ψωμί, στο μέγεθος μιας μικρής γροθιάς λέγεται «ποξαμάτι». Αντέχει για μήνες όπως τα παξιμάδια των πλοίων και συνηθίζουν να το βρέχουν πριν το φάνε.
Tους αρέσει επίσης να ψήνουν ένα είδος μαλακών παξιμαδιών που τα πασπαλίζουν με σησάμι και έχουν στρογγυλό σχήμα, τα λεγόμενα κουλούρια. Πιο σκληρά είναι αυτά που φτιάχνουν με το πιο λεπτό αλεύρι και με κόκκους σησαμιού, και λέγονται «γλησταριές». Έχουν περίπου το μέγεθος ενός χεριού και είναι εντελώς επίπεδες και λεπτές. Λεπτές σειρές από ζύμη τοποθετούνται όπως σ’ ένα κιγκλίδωμα, ή μια σειρά πάνω στην άλλη και περιβάλλονται από μια άλλη λωρίδα ζύμης. Σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία στα βουνά, ψήνουν τα γνωστά «ποξαμάτια του εργάτη» από ένα μείγμα από δημητριακά, κουκιά και ρεβυθάλεβρο. Mια χωριάτικη λιχουδιά που όταν την απολαύσεις φρέσκια έχει μια πολύ ωραία και δυνατή γεύση. Eπίσης οι χωρικές συνηθίζουν να ψήνουν παράλληλα με τα ψωμιά τους και μικρά κουλούρια, που τρώγονται αμέσως φρέσκα και ζεστά.
Ιδιαίτερα αγαπητές είναι οι τριμιθόπιττες. Zυμώνουν μέσα στη ζύμη τους σπόρους που μυρίζουν και έχουν την ωραία γεύση ενός φυτού μιας ιδιόμορφης ποικιλίας που μεγαλώνει στην Kύπρο και μοιάζει με φυστικιά .
Oι παννυχίδες. Tα ψωμιά που προσφέρονται στις εκκλησίες μαζί με τα κόλλυβα. Eίναι νόστιμα σιταρένια ψωμιά που γίνονται χωρίς ή με πολύ λίγη μαγιά. Στο κέντρο του γλυκού αυτού ψωμιού μπαίνει η σφραγίδα με τον σταυρό .
Ohnefalsch-Richter (1900, σελ.66, 96, 100-101)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Συστηματική καλλιέργεια
Μέθοδος Επεξεργασίας

Οι επαγγελματίες φουρναραίοι ήταν λιγοστοί και μόνο στις πόλεις και αναφέρεται ότι οι αστές, ιδιαίτερα οι Ελληνίδες οικοκυρές, προτιμούν να φτιάχνουν μόνες το ψωμί τους. Η συγγραφέας εντυπωσιάζεται από τον τρόπο του ζυμώματος και περιγράφει πως αυτό γίνεται σε ξύλινες σκάφες και ότι η χωρική αφήνει τη ζύμη της να σηκωθεί μόνο λίγο, χρησιμοποιεί μόνο λίγη μαγιά, που αποθηκεύεται συνήθως και φυλάγεται από το ένα ζύμωμα στο άλλο μέσα σε κολοκύθες που έχουν το σχήμα ενός κουτιού. Tα σχηματισμένα ψωμιά τοποθετούνται στα δώδεκα κουφώματα που είναι σκαλισμένα σε μέσα σε μια μακριά σανίδα και αντιστοιχούν στο μικρό μέγεθος των ψωμιών. Kάθε νοικοκυρά έχει μια ή και περισσότερες τέτοιες σανίδες. Πάνω σε αυτές κουβαλούν τα ψωμιά στο φούρνο και όταν αυτά ψηθούν, τα μεταφέρουν και πάλι πάνω στις ίδιες σανίδες, στο δωμάτιο με τις προμήθειες. Ohnefalsch-Richter (1900, σελ.66, 96, 100-101)

Χρονολογία
19ος αιώνας
Βιβλιογραφία

Ohnefalsch-Richter M. (ca. 1900), Ελληνικά Ήθη και Έθιμα στην Κύπρο, Μαραγκού Α. (μτφρ.), Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία, 1994.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Άννα Μαραγκού / Στάλω Λαζάρου