Το χογλαστόν αβγό το έβραζαν για μικρό χρονικό διάστημα και το ονόμαζαν μελάτον ή βουττητόν, επειδή ο κρόκος δεν έπηζε. Αντίθετα, αν το έβραζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ονόμαζαν πηκτό ή σφικτό. Με τον όρο τηανητόν αβγό εννοούσαν τα αβγά μάτια, που τα τηγάνιζαν σε ελαιόλαδο ή σε μύλλαν χοίρου.
Ονομασία - Προέλευση
αβγό (κότας)
ΕΤΥΜ. μεσν. < αρχ. ὠόν από τη συνεκφορά τά ὠά > ταουά > ταουγά > τ' αβγά > αβγό (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα αβγό,το, 43)
πληθ. αβκά
εφτερινόν αβγό = φρέσκο, της ημέρας (Πιλαβάκης 1968, 151)
Τα αβγά βράζονταν, τηγανίζονταν και ψήνονταν.
Τα βραστά αβγά ονομάζονταν χογλαστά. Το χογλαστόν αβγό το έβραζαν για μικρό χρονικό διάστημα και οι Κύπριοι το ονόμαζαν μελάτο ή βουττητό, επειδή ο κρόκος δεν έπηζε και το έτρωγαν βουτώντας μέσα φέτες από ψωμί. Αντίθετα, αν το έβραζαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ονόμαζαν πηκτό ή σφικτό. Με τον όρο τηανητόν αβγό, οι Κύπριοι εννοούσαν τα αβγά μάτια, που τα τηγάνιζαν σε ελαιόλαδο ή σε μύλλαν χοίρου. Τα ψητά αβγά συνήθως οι νοικοκυρές τα έψηναν στον φούρνο και τα ονόμαζαν οφτά. Έβρεχαν το αβγό και το έψηναν στον φούρνο ή στη χόβολη (Ξιούτας 1978, 286).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Οι νοικοκυρές έφτιαχναν κολοκούδκια με τα αβγά που ήταν ομελέτα και την αποκαλούσαν κολοκούδκια με αβκά (Υπουργείο Γεωργίας 2010, Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα, 6).
Τα αβγά θεωρούνταν καλός μεζές με το ποτό, γι’ αυτό και οι Κύπριοι χωρικοί έλεγαν: «Είδες αβκόν πκιε, έπιασες το πκιε, έσπασες το πκιε, εκαθάρισες το πκιε, έκοψες το πκιε, έφας το πκιε» (Ξιούτας 1978, 286).
Την περίοδο πριν το Πάσχα, σε όλα τα σπίτια οι νοικοκυρές έβαφαν κόκκινα αβγά, που τα τσούγκριζαν μεταξύ τους. Επίσης τα αβγά ήταν ένα από τα κύρια συστατικά του φωκού για τη παρασκευή των φλαούνων. Το Πάσχα παρασκεύαζαν τις αβκωτές, κουλούρια με κόκκινα αβγά. Ακόμη, σε πολλά χωριά στις γεννοπούλες που παρασκευάζονταν τα Χριστούγεννα τοποθετούσαν αβγά (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 129, 133, 93).
Για το βάψιμο των αβγών του Πάσχα χρησιμοποιούσαν υλικά της κυπριακής φύσης. Στα Λύμπια, τη Μεγάλη Πέμπτη επικρατούσε το έθιμο να βάφουν αβγά σε διάφορα χρώματα, με φύλλα ξερών κρεμμυδιών, με ριζάρι ή με κίτρινα σιμηλλούδκια (Θεοδώρου 2006, 298).
Στο πλαίσιο των γαμήλιων εθίμων, σε μερικά χωριά εκτός των άλλων δώρων που έκανε η πεθερά στη νύφη, της έπαιρνε και ψωμί με αβγό στη μέση (πούλλα). Τα Χριστούγεννα το ψωμί είχε άσπρο αβγό και το Πάσχα κόκκινο.
Το καμάρωμα της νύφης ήταν συνηθισμένο σε πιο παλιά εποχή. Η νύφη παγκύπρια καμάρωνε, δηλαδή καθόταν σκυφτή με σκεπασμένο το κεφάλι και συνεσταλμένη, προσωποποίηση της σεμνότητας και της αιδημοσύνης. Μάλιστα, για να είναι αρκετά σκυφτή και να μην σηκώνει καθόλου το κεφάλι της πάνω, της έβαζαν μερικές φορές ένα βραστό αβγό στον λαιμό να το κρατεί (Πρωτοπαπά 2005, τ. Α΄, 78, 345).
Σχετική με τη χρήση του αβγού στον γάμο είναι η πιο κάτω πρόληψη: «Στην Πέγεια και σε πολλά άλλα χωριά της επαρχίας Πάφου, δεν επιτρέπεται να πάρουν σε γάμο αβγά ή ψάρια, γιατί πιστεύουν πως αυτά τα δώρα θα φέρουν δυστυχία στο ανδρόγυνο. Αν συμβεί να πάρουν αβγά, τότε οι συγγενείς του ανδρογύνου, για να αποφευχθεί το κακό, σπάζουν τα αβγά στο κεφάλι εκείνου που τα πήρε» (Πανάρετος 1967, 236).
Τη νύχτα της Τυρινής υπάρχει το συνήθειο ο κόσμος να παίζει ένα παραδοσιακό παιχνίδι με αβγό, που ονομάζεται δακκαννούρα: Αφού τελειώσει το δείπνο την Κυριακή της Τυρινής, ο οικοδεσπότης παίρνει ένα αβγό βραστό, σφικτό, το τρυπάει και το περνάει σε κλωστή, την οποίαν κρεμάει από το ταβάνι. Στη συνέχεια, σπρώχνουν το αβγό να κάνει κύκλο μπροστά από τους συνδαιτυμόνες, οι οποίοι προσπαθούν να το αρπάξουν με το στόμα τους. Νικητής είναι αυτός που θα το αρπάξει και θα το κρατήσει στο στόμα του. Ακολούθως, καίνε την κλωστή μέχρι το ταβάνι, ευχόμενοι «κι από χρόνου».
Το ίδιο έθιμο το συναντάμε στην Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας, με το όνομα «κούρσα του αβγού», το οποίο γίνεται στη γιορτή του προστάτη αγίου, καθώς και στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, όπου λέγεται χάψαρος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Δακκαννούρα, 40).
Το αβγό συμβόλιζε την αναγέννηση γι’ αυτό χρησιμοποιούνταν κατά την περίοδο του Πάσχα (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 129).
Παλαιότερα, επικρατούσε η πεποίθηση ότι τρώγοντας ωμό αβγό καθαρίζει η φωνή, γι’ αυτό και στα παιδιά έδιναν ωμό αβγό για να γίνουν καλοφωνάρικα, με καλή φωνή δηλαδή. Επίσης, οι ψάλτες συνήθιζαν να ρουφούν αβγά ωμά (Ξιούτας 1978, 286).
Μετά τη γέννηση ενός παιδιού, αν το νεογέννητο ήταν κορίτσι, κυλούσαν ένα αβγό σε διάφορα σημεία του σώματος του που δεν ήθελαν να έχει τρίχες, όπως οι μασχάλες ή η ηβική χώρα. Πίστευαν οτι αναλογικά θα ήταν καθαρό το δέρμα χωρίς τρίχες, όπως το αβγό (Πρωτοπαπά 2009, 94, 551).
Συμβολικές χρήσεις του αβγού εντοπίζονται και σε σχέση με άλλες πράξεις, που εμπίπτουν στη σφαίρα της μαγείας. Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Χ. Παπαχαραλάμπους, «Στην Κύπρο υπάρχει η συνήθεια να μοιράζουν αυγό με τρίχα νεάνιδος, για το λύσιμον του ανδρογύνου. Γι’ αυτό παίρνουν αυγό και αφού του αφαιρέσουν το κέλυφος, γράφουν επάνω τους ακόλουθους εκκλησιαστικούς ύμνους: «Αναστάς εκ του μνήματος και τα δεσμά διαρρήξας του Άδου, έλυσας το κατάκριμα του θανάτου, Κύριε, πάντας εκ των παγίδων του εχθρού ρυσάμενος» και μετά από αυτό «Λύει τα δεσμά και δροσίζει την φλόγα ο τρισοφεγγής της θεαρχίας τύπος υμνούσι παίδες…» και έπειτα το «νυν απολύεις τον δούλον σου…». Ακολούθως το μοιράζουν με τρίχα νεάνιδος και το δίνουν στους νεονύμφους για να φάνε από μισό και να θεραπευτούν (Παπαχαραλάμπους 1937, 87).
Ένας τρόπος θεραπείας του βρέφους, το οποίο αδυνάτιζε, ήταν να σπάσουν ένα αβγό, να το γητέψουν τα βράδυ στα άστρα και στη συνέχεια να αλείψουν το μωρό για να γίνει καλά (Πρωτοπαπά 2009, 94, 551).
Αβγά, μαζί με άλλα προϊόντα, προσφέρονταν από τους Κύπριους σε διάφορους αγίους, για την εξασφάλιση της προστασίας τους: «Ανάλογες με τις αναίμακτες θυσίες των αρχαίων, είναι οι προσφορές διαφόρων τροφίμων, τις οποίες κάνουν προς τους Αγίους οι Έλληνες της Κύπρου. «Κρεμμύδια» προσφέρονται στην Λετύμπου, στον Άγιο Επιφάνειο, ο οποίος θεραπεύει την μαλάριαν, στην Τρεμιθούσα, στον Άγιο Ρηγίνο, και στην Έμπα και στον Κόρνο, στον Τίμιο Πρόδρομο. Στο Κολόσσι προσφέρουν στον Άγιο Ευστάθιο «αβγά, πατάτες και κρεμύδια» για θεραπεία από τους ελώδεις. Στην Άχνα προσφέρουν στο σπήλαιο των Αγίων Ιωνά και Κενδέα «αβγά και κρεμμύδια» και στην Ιερά Μονή Κύκκου την αρχή των σταφυλιών για ευλογία» (Λοΐζου 1999, 13).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Στην περιοχή της Δερύνειας οι κότες, μαύρες και κόκκινες, ήταν η βασική πηγή κρέατος. Τα αβγά που περίσσευαν από τις κότες πωλούνταν στους αβγοπούληδες (Κυριακή Παντελή, ανακοίνωση με τίτλο «Δερύνεια: Αγροτροφική Ιστορία και Αγροτροφικές Ιστορίες στα Χρόνια της Αγγλοκρατίας» στο συνέδριο «Κυπρίων Γεύσεις: Η παραδοσιακή διατροφή της Κύπρου στις τοπικές παραλλαγές της» (Νοέμβριος 2014)).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.
Θεοδώρου Κ. (2006), Τα Λύμπια: μια περιδιάβαση στο παρελθόν και στο παρόν, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Λοΐζου Π. (1999), Σπαθαρικό Αμμοχώστου. Το χωρκό μου (ζωή, ιστορία, ασχολίες), Λεμεσός.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Πανάρετος Α. (1967), Κυπριακή γεωργική λαογραφία, Έκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης Λτδ., Λευκωσία.
Παπαχαραλάμπους Γ. Χ. (1937), «Έθιμα, προλήψεις και δεισιδαιμονίαι των Κυπρίων», Κυπριακαί Σπουδαί Α΄, 79-88.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πιλαβάκης Κ. Α. (1968), «Συμβολή στη μελέτη της φωνητικής του κυπριακού ιδιώματος», Κυπριακαί Σπουδαί ΛΒ΄, 121-153.
Πρωτοπαπά Κ. (2005), Έθιμα του παραδοσιακού γάμου στην Κύπρο, τ. Α΄, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLV, Λευκωσία.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωργίας (2010), Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Λευκωσία.
Φιλίππου Λ. (1946), «Η αρχαία Ελλάς και αι Κυπριακαί θρησκευτικαί παραδόσεις», Κυπριακαί Σπουδαί Η΄ (1944), 1-15.
Άλλες πηγές:
Κυριακή Παντελή, ανακοίνωση με τίτλο «Δερύνεια: Αγροτροφική Ιστορία και Αγροτροφικές Ιστορίες στα Χρόνια της Αγγλοκρατίας» στο συνέδριο «Κυπρίων Γεύσεις: Η παραδοσιακή διατροφή της Κύπρου στις τοπικές παραλλαγές της» (Νοέμβριος 2014).
Πηγή φωτογραφίας:
«Αβγά κότας» (http://www.tsantiri.gr/zoi/pos-na-xechorisis-ta-bagiatika-avga-apo-ta-freska/)
Δήμητρα Δημητρίου, Δήμητρα Ζαννέτου, Τόνια Ιωακείμ, Στάλω Λαζάρου, Ήβη Μιχαήλ, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος