Στα χωριά της Πάφου και του Ριζοκαρπάσου η παραγωγή ελαιολάδου ήταν μικρή και οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο για να αρωματίζουν τις σαλάτες και τα ζαρζαβατικά τους, ενώ στο τηγάνισμα χρησιμοποιούσαν μύλλαν χοίρου (Ξιούτας 1978). Αντίθετα, στα χωριά της Μεσαορίας και της επαρχίας Λευκωσίας το ελαιόλαδο χρησιμοποιούνταν ευρέως στη μαγειρική. Με το ελαιόλαδο έφτιαχναν τις λαδόπιττες ή καττιμέρκα, που ήταν φύλλο ζυμαριού που αλειφόταν με ελαιόλαδο, και ψήνονταν στον φούρνο ή στη σάτζην και σερβίρονταν με ζάχαρη ή έψημαν (Αθανασιάδου 1985, 88). Ακόμα, στο Ριζοκάρπασο συνήθιζαν με το πρώτο λάδι που έβγαινε να παρασκευάζουν πισίες (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 294).
Ονομασία - Προέλευση
ελαιόλαδο
Οι Κύπριοι για να διαχωρίσουν το ελαιόλαδο από τα υπόλοιπα έλαια το ονομάζουν λάδιν καλό ή απλά λάδιν.
Η συγκομιδή του καρπού της ελιάς για τη παραγωγή του ελαιολάδου ξεκινούσε στο τέλος του φθινοπώρου από τους μικροϊδιοκτήτες και την οικογένειά του. Ο νοικοκύρης έριχνε τις ελιές από τα δέντρα, κουνώντας τα κλαδιά, ενώ οι γυναίκες-ελαιομαζώχτρες- μάζευαν τους καρπούς από το έδαφος (Χατζηκώστας 1995, 150-151). Μετά τη συγκομιδή των ελιών, οι ελιές μεταφέρονταν στο ελαιοτριβείο για την παραγωγή ελαιολάδου. Σχεδόν σε όλα τα χωριά υπήρχε ένα ελαιοτριβείο με ξύλινα ή πέτρινα πιεστήρια. Η διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου που ακολουθούνταν ήταν το καθάρισμα των ελιών, η σύνθλιψη του καρπού, προσθήκη νερού, συμπίεση της πάστας ελιάς και τέλος διαχωρισμός του ελαιολάδου από το νερό (Υπουργείο Γεωργίας 2000). Μια οκά ελιές έδιδε περίπου 100-130 δράμια (300-400 γραμμάρια) ελαιόλαδο (Χατζηκώστας 1995, 151).
«Τζ̆είνες (σ.σ. τις ελιές) που ήταν να πάρουμεν για λάι επλυννίσκαμεν τες, εβάλλαμεν τες μες τες κοφίνες τζ̆ι εστραγγούσαν τζ̆ι επαίρναμεν τες στον μύλον. Ήταν μύλος με μούλαν, στεγασμένος. Ελέχαν τες, μετά εβάλλαν τες στες τσ̆ούλιες, μαύρα ρούχα σαν τες πατανίες, τζ̆ι εδίπλωννες ’ποτζ̆εί τζ̆αι ’ποδά για να φκει το λάι. Κάχε μιαν λίτραν έπιαννεν μιαν οντζ̆ιά για μυλωνιάτικο. Η λίτρα ένι θκυόμισι οκκάδες, είσ̆εν τζ̆αι μίλιτρον, μισήν λίτραν δηλαδή» (Μαυροκορδάτος 2003, 311).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Στα χωριά της Πάφου και του Ριζοκαρπάσου η παραγωγή ελαιολάδου ήταν μικρή και οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο για να αρωματίζουν τις σαλάτες και τα ζαρζαβατικά τους, ενώ στο τηγάνισμα χρησιμοποιούσαν μύλλαν χοίρου (Ξιούτας 1978). Αντίθετα, στα χωριά της Μεσαορίας και της επαρχίας Λευκωσίας το ελαιόλαδο χρησιμοποιούνταν ευρέως στη μαγειρική. Με το ελαιόλαδο έφτιαχναν τις λαδόπιττες ή καττιμέρκα, που ήταν φύλλο ζυμαριού που αλειφόταν με ελαιόλαδο, και ψήνονταν στον φούρνο ή στη σάτζ̆ην και σερβίρονταν με ζάχαρη ή έψημαν (Αθανασιάδου 1985, 88). Ακόμα, στο Ριζοκάρπασο συνήθιζαν με το πρώτο λάδι που έβγαινε να παρασκευάζουν πίττες λυτρατζ̆ένες [λυτρατζ̆ένη,η = η ανέμπατη, χωρίς προζύμι δηλαδή] (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 294).
Την περίοδο της συγκομιδής, η οικογένεια, την ώρα του μεσημεριανού, ξεροψούμιζεν [ξεροψουμίζω = τρώω σκέτο ξερό ψωμί] στο χωράφι με ψωμί, ελιές, κρεμμύδι, σύκα και πορτοκάλια. Το μαγειρεμένο φαγητό, που συνήθως ήταν όσπρια, το έτρωγαν όταν έφταναν στο σπίτι (Χατζηκώστας 1995, 151).
Οι αγρότες πλήρωναν τον μυλωνά ανάλογα με τη ποσότητα ελαιολάδου που παρήγαγαν. Για κάθε είκοσι λίτρα ελαιολάδου που παραγόταν, το ένα λίτρο άνηκε στον μυλωνά. Ακόμα, οι ελαιοπαραγωγοί είχαν την υποχρέωση να προσφέρουν φαγητό στους εργάτες του μύλου. Το πρόγευμα που πρόσφεραν οι παραγωγοί ήταν συνήθως ψωμί με ελαιόλαδο και ελιές, ενώ το μεσημεριανό και το δείπνο ήταν όσπρια ή πατάτες (Χατζηκώστας 1995, 153).
Μετά τη γέννηση του βρέφους οι λεχώνες συνήθιζαν να δίνουν στη μαμμή και ελαιόλαδο (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 167).
Ελαιόλαδο έβαζαν και μέσα στα πήλινα δοχεία όπου διατηρούσαν τα χαλλούμια, ώστε να μη δημιουργούνται σκουλήκια (αππηητούρκα) (Μαυροκορδάτος 2003, 314).
«Μετά τη συγκομιδή των ελιών ο ιδιοκτήτης προσκαλούσε στην οικία του όλους όσους βοήθησαν για την ποθερκάν. Εκεί οι γυναίκες παρασκεύαζαν λαόπιττες, μακαρόνια, πισ̆ίες, ξεροτήανα με ελαιόλαδο» (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 293-294).
- Το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται από την εκκλησία στο άναμα καντηλιών, αλλά και από τους πιστούς στα εικονοστάσια.
- Αν το παιδί δεν μιλούσε, δεν περπατούσε ή ηταν πολύ αδύνατο, το έπαιρναν στη εκκλησία. Βασική ενέργεια ήταν να βάλουν πάνω του λάδι από το καντήλι. Έπαιρναν το μωρό έξω από την εκκλησία, το κρατούσαν ανάποδα και του έγερναν το λάδι του καντηλιού.
- Κατά τη τελετουργία του σταυρώματος του σπιτιού της λεχώνας, σε μερικά χωριά της επαρχίας Κερύνειας, η λεχώνα κρατούσε το πιάτο με το λάδι και η μαμμού τη σταύρωνε για να την προφυλάξει από τα κακά πνεύματα.
- Όταν το νεογέννητο ήταν άρρωστο και φαινόταν ότι θα πεθάνει, έσπευδαν να το βαφτίσουν. Ένας τρόπος βαφτίσματος του νεογέννητου ήταν το καντηλοβάφτισμα όπου εκεί ράντιζαν το βρέφος με νερό και λάδι από το καντήλι και με το λάδι σχημάτιζαν σταυρούς στο σώμα του.
- Στη βάφτιση του βρέφους ο νονός έπρεπε να πάρει στην εκκλησία λάδι μέσα σε ένα πιάτο για να το γύρουν στην κολυμβήθρα. Κατά τη διάρκεια της βάφτισης ο ιερέας σταύρωνε το παιδί με λάδι (Πρωτοπαπά 2009, 100,109, 211, 231, 233, 335, 414, 462-463, 477, 482, 527, 558-560, 564-568, 574-575).
Ο Ιωάννης Ιωνάς, επίσης, σημειώνει πως το ελαιόλαδο στη λαϊκή αντίληψη ήταν ιερό και πολύτιμο. Η ιερότητά του τονίζεται και από το γεγονός ότι κάθε παραγωγός που πήγαινε σε προσκύνημα παρεκκλησιού κοντά στην κοινότητά του ή σε απομακρυσμένα μοναστήρια έπαιρνε μαζί του και λάδι σε μπουκάλι για το άναμμα των καντηλιών μπροστά στα εικονίσματα. Το λάδι που προσέφερε δεν ήταν απλώς ευλογία του θείου για καθαγιασμένη και άφθονη παραγωγή. Κανένας δεν δεχόταν να δώσει λάδι από το σπίτι του όταν ο ήλιος είχε δύσει και αλίμονο αν κανένας είχε την ατυχία να σπάσει άθελά του το δοχείο μέσα στο οποίο φυλαγόταν το λάδι. Μεγάλο κακό προμηνυόταν για το σπίτι, δηλαδή την οικογένεια (Ιωνάς 2001, 216).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Συνήθιζαν να αλείφουν το νεογέννητο με το λάδι της ελιάς. Το λάδι τού το έβαζε η μαμμή ή συνήθιζαν οι παρευρισκόμενοι να βουτούν το δάκτυλό τους στο λάδι και να αλείφουν το μωρό, δίνοντάς του την ευχή τους. Μπορούσε να ανακατέψουν το λάδι και με αλάτι για να αλείψουν το μωρό. Σε μερικά χωριά το άλειφαν πρώτα λάδι, μετά του έβαζαν αλάτι με κρασί και στη συνέχεια το έλουζαν, συνεχίζοντας τη διαδικασία αυτή για 40 μέρες.
Μετά τη γέννα συνηθισμένη πρακτική ήταν οι σούφες, δηλαδή τα καταπλάσματα και τα υπόθετα στα γεννητικά όργανα της λεχώνας. Οι σούφες τυλίγονταν σε ένα ρούχο που το άλειβαν με λάδι και το τοποθετούσαν μέσα στον κόλπο ή έβαζαν τη λεχώνα να καθίσει πάνω του, για να ζεσταθεί και να καυστηριαστεί. Με τη διαδικασία αυτή πίστευαν ότι θα απέφευγαν την μόλυνση και θα επανερχόταν η μήτρα στη θέση της.
Όταν το παιδί πονούσε την κοιλιά του, το έτριβαν με ελαιόλαδο ή του έβαζαν λάδι στον ομφαλό του. Εντριβές έκαναν επίσης και με μαστιχόλαδο.
Το άλειμα του βρέφους με μείγμα λαδιού ελιάς και αλατιού της θάλασσας και το δέσιμο του μείγματος αυτού στο σημείο που υπήρχε πρόβλημα αποτελούσε τρόπο αποθεραπείας του περναριού. Το περνάρι ήταν κάτι που φοβόντουσαν ιδιαίτερα, γιατί κοκκίνιζε το δέρμα του μωρού και γέμιζε σπυριά. Στο χωριό Μελάναγρα σταύρωναν στο μωρό λάδι από το καντήλι της Παναγιάς της Κανακαριάς.
Η στειρότητα αποτελούσε από παλιά πληγή και κατάρα για την οικογένεια και ειδικά για την γυναίκα. Μια πρακτική για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό ήταν τα υπόθετα. Χρησιμοποιούσαν βαμβάκι ή κουκούλι με ζεστό λάδι ή λάδι με μαστίχα (Πρωτοπαπά 2009, 100,109, 211, 231, 233, 335, 414, 462-463, 477, 482, 527, 558-560, 564-568, 574-575).
Στο βιβλίο του Γιώργου Ι. Μαυροκορδάτου «Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα» σημειώνεται πως συνήθιζαν να χρησιμοποιούν λάδι όταν πονούσαν τα αυτιά τους και τρίβονταν με αυτό όταν είχαν πόνο στην κοιλιά (Μαυροκορδάτος 2003, 311).
Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, στην Ιστορία του που εκδόθηκε τον 18ο αιώνα στη Βενετία, παραθέτει πληροφορίες για την παραγωγή εδώδιμων ελαίων (ελαιώδη διά άρτυμα) στο νησί∙ ελαιολάδου αλλά και σησαμελαίου: «Οι ελαιώνες αποδίδουσιν αρκετή ποσότητα ελαίου, ώστε, όταν ευτυχήσουσιν, κυβερνάται ο τόπος ως τρεις χρόνους και ενίοτε δίδεται και έξω από τον τόπον […] Έλαιον αγριελιάς εξαίρετον, και λεπτόν. Έλαιον του σησαμίου, ως είπομεν, το οποίο ανάπτει εις τα λυχνάρια καλύτερα από το έλαιο το κοινόν» (Αρχιμανδρίτης Κυπριανός 1788, 538). Η κατάσταση σε σχέση με την υπερεπάρκεια του ελαιολάδου που περιγράφει ο Κυπριανός, φαίνεται όμως ότι έναν αιώνα μετά άλλαξε. Ο Αθανάσιος Σακελλάριος (1826-1901), μελετητής της κυπριακής ιστορίας και συγγραφέας, αναφέρει ότι το 1890 η παραγωγή ελαιολάδου, η οποία κυρίως προερχόταν από τα βόρεια του νησιού και από την περιοχή της Πάφου, μόλις επαρκούσε για τις ανάγκες των κατοίκων του (Σακελλάριος 1890). Επιπλέον, φαίνεται ότι στα τέλη του 19ου αιώνα οι οργανοληπτικές ιδιότητες του κυπριακού ελαιόλαδου ήταν αμφισβητούμενης ποιότητας. Η γερμανίδα Magda Ohnefalsch-Richter, η οποία έζησε στη Κύπρο την περίοδο 1894-1912, ασπάζεται και μεταφέρει όσα είχε επισημάνει ο Α. Gandry τo 1855 στο βιβλίο του Επιστημονικές Έρευνες στην Ανατολή σχετικά με τη ποιότητα του κυπριακού ελαιολάδου: «Η τέχνη να διατηρείς το ελαιόλαδο καθαρό, τους είναι άγνωστη. Αναμιγνύουν μαζί τις άγουρες πράσινες ελιές, τις βαρυψημένες και τις μαραμένες. Σαν αποτέλεσμα, βγαίνει ένα λάδι τόσο πικρό και έχει μια τόσο έντονη γεύση, που ο Ευρωπαίος που ζει σε μια χώρα γεμάτη από ελαιόδεντρα, αναγκάζεται να εισάγει το ελαιόλαδό του από τη Γαλλία ή την Ιταλία». Όπως εξηγεί η Magda Ohnefalsch-Richter, αυτό οφειλόταν στη χρήση παλιών, ξύλινων πιεστηρίων που δεν καθαρίζονταν συχνά με αποτέλεσμα να αποκτά το ελαιόλαδο οσμή ταγκίλας (Ohnefalsch-Richter 1994).
Το ελαιόλαδο δεν συμπεριλαμβάνεται στους καταλόγους προϊόντων που εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες από την Κύπρο κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Το γεγονός δεν είναι ανεξήγητο, αφού η παραγωγή ελαιολάδου στην Κύπρο είναι πολύ ασταθής. Εξάλλου, η κατανάλωση ικανοποιούνταν και με άλλα λάδια, όπως το τρεμιθέλαιο, το μπακόλαδο και το σουσαμόλαδο που καταναλώνονταν παράλληλα με το ελαιόλαδο, κυρίως για το ψήσιμο ειδικών παρασκευασμάτων από ζυμάρι (Ιωνάς 2001, 213).
Αθανασιάδου Α. (1985), «Συνταγές ζυμαρικών από κατεχόμενα χωριά της Κύπρου», Λαογραφική Κύπρος 15,35, 81-93.
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788 [1971²]), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Εκδόσεις Παλιγγενεσίας, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Ξιούτας Π. (1978), Κυπριακή λαογραφία των ζώων, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XXXVIII, Λευκωσία.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Σακελλάριος Α. Α. (1890), Τα Κυπριακά: Ήτοι Γεωγραφία, Ιστορία και Γλώσσα της Νήσου Κύπρου Από Των Αρχαιοτάτων Χρόνων Μέχρι Σήμερον, Τόμος Πρώτος: Γεωγραφία, Ιστορία, Δημόσιος Και Ιδιωτικός Βίος, Τύποις και Αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις.
Ohnefalsch-Richter M. (1994), Ελληνικά Ήθη και Έθιμα στην Κύπρο, Μαραγκού Α. (μτφρ.), Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας, Λευκωσία.
Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (2000), Η ελιά, Γραφείο τύπου και πληροφοριών, Λευκωσία.
Χατζηκώστας Λ. (1995), «Η ελιά στο χωριό μου την εποχή του μεσοπολέμου», Λαογραφική Κύπρος 25,45, 149-154.
Πηγή φωτογραφίας:
«Ελαιόλαδο» (http://www.oliveoiltimes.com/olive-oil-business/greeks-buy-lower-quality-olive-oil-during-crisis/23227)
Δήμητρα Δημητρίου, Δήμητρα Ζαννέτου, Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ