Τα σταφύλια τα οποία προορίζονται για κρασί επιλέγονται από αμπέλια εκλεκτής ποικιλίας.
Δείτε ταινία για τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής κρασιού εδώ
(Πατήστε στο EN ή FR )
Ονομασία - Προέλευση
κρασί
ΕΤΥΜ. < μεσν. κρασίον. υποκ. του αρχ. κρᾶσις «ανάμειξη», που δήλωνε αρχικά την ανάμειξη οίνου και νερού, δηλ. τον κεκραμένον οἶνον (που χρησιμοποιούσαν στα συμπόσια) για να επεκταθεί αργότερα σε κάθε είδους οίνο. Η αρχ. λέξη οἶνος διατηρήθηκε κυρίως ως μέρος του θρησκευτικού λεξιλογίου, προσδιορίζοντας το κρασί που προοριζόταν για τη μετάληψη (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κρασί,το, 954).
Για τις λέξεις κρασί και οίνος γίνεται αναφορά και στην ιστοσελίδα http://www.e-istoria.com/44.html. Συγκεκριμένα σημειώνονται τα εξής: Η λέξη «κρασί» αντικατέστησε τη λέξη «οίνος» στους βυζαντινούς χρόνους -η αντικατάσταση αυτή επιταχύνθηκε ίσως από το ότι ο «οίνος» (όπως και ο «άρτος») αποτελούσε πλέον όρο του χριστιανικού λειτουργικού-θρησκευτικού λεξιλογίου, μετατράπηκε δηλαδή σε «λέξη ταμπού». Η λέξη κατάγεται, με μεσολάβηση των τύπων κρασίν<κρασίον, από τη λέξη κράσις = ανάμειξη, που με τη σειρά της είναι παράγωγο του ελληνικού θέματος κρα- < ινδοευρωπαϊκό θέμα kera- (πρβλ. το ρήμα κεράννυμι = αναμειγνύω και το ουσ. κρατήρ = σκεύος ανάμειξης). Η ετυμολογία της λέξης αντανακλά τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να πίνουν το κρασί τους ανακατεμένο με νερό («Αφιέρωμα στον οίνο και τον Διόνυσο»).
Σε παλαιότερες εποχές έβαζαν τα σταφύλια μέσα σε πήλινες λεκάνες, τα πατούσαν μέχρι να λειώσουν και, στη συνέχεια, τα έβαζαν στα πιθάρια για να γίνει η ζύμωση, η οποία απαιτεί συνήθως 12 μέρες. Κάθε μέρα τα σταφύλια πιέζονταν με το σπιλαστήριν [σπιλαστήριν,το = τριχαλωτό ξύλο σε σχήμα τριποδιού που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα των τσίπουρων στο πιθάρι κατά τη ζύμωση] γιατί η ζύμωση τα κόχλαζε.
Όταν τελείωνε η ζύμωση γινόταν το κούλιασμαν. Ένα μικρό κοφίνι ή κουλιαστήρα έμπαινε στη μέση του πιθαριού και το κρασί μαζευόταν με την κολόκαν και μεταγγίζονταν σε καθαρό και αποστειρωμένο πιθάρι. Η αποστείρωση γινόταν με κάπνισμα από θειάφι. Μέσα στο πιθάρι έμεναν τα τσαμπιά, τα κουκούτσια και ο φλοιός των σταφυλιών, τα λεγόμενα ζίβανα. Τα πιθάρια με το κρασί αφήνονται ακόμη λίγες μέρες ανοιχτά να ολοκληρωθεί η ζύμωση και να καθαριστεί από τα κατακάθια, να κάτσει δηλαδή το κρασί. Στη συνέχεια, το πιθάρι έκλεινε με μια στρογγυλή μαρμάρινη πλάκα και σφραγιζόταν με γύψο για να μην παίρνει αέρα (http://www.triselies.org/index.php?lang=el&article=5).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Αποτελούσε βασικό συστατικό της διατροφής των Κυπρίων από αρχαιοτάτων χρόνων.
Ο μέλλων νονός ή η μέλλουσα νονά έπαιρναν δώρο στη λεχώνα κρασί.
Σε πιο παλιές εποχές όταν πήγαιναν να επισκεφτούν την λεχώνα τους κερνούσε κρασί με παξιμάδια για βούτημα.
Μετά την συμπλήρωση όλης της διαδικασίας του τοκετού, όσοι παρευρίσκονταν εκεί έπρεπε να καθήσουν στο τραπέζι να φάνε. Έτρωγαν, έπιναν κρασί και έκαναν διάφορες ευχές για τη λεχώνα και το βρέφος.(Πρωτοπαπά 2009, 89, 97, 106, 108, 109, 211-212, 234, 240, 245-246, 281, 286-289, 291, 313, 316, 332, 339, 527).
Το κρασί ήταν ένα από τα υλικά που συνόδευε την τελετουργία του σταυρώματος. Η μαμμή που προπορευόταν κατά την έξοδο τους από το σπίτι κρατούσε ένα ποτήρι κρασί, το οποίο έγερνε πάνω σε ένα κομμάτι ψωμί λέγοντας μια συγκεκριμένη φράση. Σε άλλα χωριά η λεχώνα έριχνε το ψωμί πάνω από το κεφάλι της προς τα πίσω και του έγερνε το κρασί για να κοκκινίσει, ζητώντας από τον ήλιο να της δώσει τις κοκκινάες του για να του δώσει εκείνη τις κιτρινάες της. Στο Νέο Χωρίο Κυθρέας η λεχώνα έπινε πρώτα τρεις γουλιές (Πρωτοπαπά 2009, 89, 97, 106, 108, 109, 211-212, 234, 240, 245-246, 281, 286-289, 291, 313, 316, 332, 339, 527).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Η Καλλιόπη Πρωτοπαπά στο βιβλίο της «Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου» κάνει αρκετές αναφορές στο κρασί:
Μετά το κόψιμο του ομφάλιου λώρου η μαμμή έβαζε στο μωρό αλάτι, κρασί, λάδι ή ζάχαρη. Το κρασί είτε το το έβαζαν στο νερό που έλουζαν το νεογέννητο, είτε πασπάλιζαν το μωρό και το άφηναν μερικές ώρες ή και μέρες πριν το λούσουν για δεύτερη φορά. Βασικός λόγος ήταν η απολύμανση και η αποφυγή μολύνσεων.Την ώρα που έβαζαν το κρασί έκαναν και μια ευχή για το μωρό. Το κρασί, εκτός από από την απολύμανση, θα έδινε και χρώμα κόκκινο στο παιδί.
Άλλη μια ιδιότητα που προσέδιδαν στο κρασί είχε να κάνει με το κατέβασμα του γάλακτος στη λεχώνα.
Το κρασί ήταν ένα από τα υλικά του μείγματος που χρησιμοποιούσαν και για τις εντριβές που έκανε η μαμμή στη λεχώνα μετά το μπάνιο της.
Κρασί έριχναν και πάνω στις πέτρες ή τα κεραμίδια για να βγει περισσότερος καπνός κατά τη διάρκεια της βράστης της λεχώνας.
Συνήθως, έδιναν στη λεχώνα να πιει κρασί αφού αυτό θα τη δυνάμωνε και έτσι να αναπληρώσει το αίμα που έχασε.
Πολλές φορές, για να ξεπληρώσουν την υποχρέωση στη μαμμή, η λεχώνα της έδινε διάφορα τρόφιμα που είχε στο κελάρι της αλλά και κρασί.
Όταν πονούσαν τα μάτια τους τα μωρά, εμπότιζαν βαμβάκι με κρασί και τους το έβαζαν στα μάτια. Ένας άλλος τρόπος ήταν να φτειάξουν ένα μείγμα από κρασί, αλάτι και λάδι.
Το κρασί το χρησιμοποιούσαν και ως ηρεμιστικό. Μπορούσε να νίψουν το μωρό με αυτό ή να του βάλούν στο στόμα του με ένα βαμβάκι, για να ζαλιστεί και να κοιμηθεί.
Το κρασί συνδιαζόταν και με περιπτώσεις τραυμάτων, γιατί τόνωνε τον οργανισμό και καταπολεμούσε τη φλεγμονή (Πρωτοπαπά 2009, 89, 97, 106, 108, 109, 211-212, 234, 240, 245-246, 281, 286-289, 291, 313, 316, 332, 339, 527).
Όσο αφορά το κρασί στα έθιμα της γέννησης, ο Γιώργος Ι. Μαυροκορδάτος στο βιβλίο του «Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα», αναφέρει, όπως και η Πρωτοπαπά, πως το έπιναν οι λεχώνες για να κατεβάσουν γάλα (Μαυροκορδάτος 2003, 320).
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Κύπριοι είναι αρχαιότεροι παραγωγοί κρασιού στον κόσμο. Μέχρι προ τινός, τα στοιχεία καταδείκνυαν ότι η παραγωγή κρασιού στην Κύπρο άρχισε γύρω στο 2000 π.Χ. Πρόσφατα, όμως, Ιταλοί αρχαιολόγοι που μελέτησαν αριθμό δοχείων που είχαν ανασκαφτεί το 1930 από τον Κύπριο αρχαιολόγο Πορφύριο Δίκαιο στον οικισμό της Ερήμης και φυλάγονταν σε κιβώτια στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία, ανακάλυψαν ότι στα εν λόγω δοχεία υπήρχαν ίχνη ταρταρικού οξέως, ενός βασικού συστατικού του κρασιού. Αυτό αποδεικνύει ότι τα ηλικίας 5500 χρόνων δοχεία χρησιμοποιούνταν για το κρασί.
Αυτό σημαίνει ότι οι Κύπριοι παρήγαγαν κρασί πολύ πριν τους Αρχαίους Έλληνες, ίσως και κατά 1500 χρόνια νωρίτερα.
Εκεί που η ιστορία χάνεται μέσα στη μυθολογία, συναντούμε το Βάκχο και τους φίλους του να απολαμβάνουν κυπριακό κρασί και τους λάτρεις της θεάς Αφροδίτης να γιορτάζουν με κυπριακό «νάμα», που λέγεται ότι είναι το πιο παλιό γνωστό κρασί. Ο Όμηρος στα έπη του επαινεί τα κυπριακά κρασιά ενώ σε πολλά αρχαία ελληνικά συγγράμματα η Κύπρος αναφέρεται ως «εύοινος». Ο Σαίξπηρ μάς πληροφορεί ότι ο Μάρκος Αντώνιος παραχώρησε το νησί της Κύπρου στη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα με τα λόγια «η γλυκύτητα σου αγάπη μου είναι ισάξια με το κυπριακό νάμα». Δώδεκα αιώνες μετά, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος αναχωρούσε από την Κύπρο λέγοντας: «Πρέπει να επιστρέψω στην Κύπρο μόνο και μόνο για να ξαναγευτώ το κρασί της».
Σήμερα, αιώνες μετά, οι Κύπριοι πιστοί στην παράδοση παράγουν περισσότερο κρασί κατ’ άτομο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Κατά παράδοξο τρόπο, βέβαια, οι Κύπριοι καταναλώνουν και το λιγότερο κρασί από τις χώρες της Ευρώπης. Αυτό σημαίνει ότι η οινική βιομηχανία του νησιού στηρίζεται κυρίως στην ξένη ζήτηση.
Παραδοσιακά, η Κύπρος παράγει δύο ποικιλίες σταφυλιών, το «μαύρο» ή κόκκινο, που είναι και μοναδικό στην Κύπρο, και το «ξυνιστέρι» ή άσπρο. Και οι δύο αυτές ποικιλίες παράγουν κρασιά με δυνατή γεύση. Τις τελευταίες δεκαετίες οι Κύπριοι οινοπαραγωγοί έχουν πειραματιστεί με νέες ποικιλίες σταφυλιών αλλά πολύ λίγες έχουν αποδειχθεί κατάλληλες για τις ντόπιες κλιματολογικές συνθήκες. Οι ποικιλίες αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως για μείξη με το μαύρο ή το ξυνιστέρι ή για την παραγωγή μικρών ποσοτήτων ελαφρύτερων κρασιών, πιο κατάλληλων για την ευρωπαϊκή αγορά.
Το πλέον φημισμένο από τα κυπριακά κρασιά είναι το γλυκό κρασί κομανδαρία (ή κουμανταρία [κουμανταρία,η = παραδοσιακό γλυκό κόκκινο επιτραπέζιο κρασί από λιαστά σταφύλια]). Παράγεται στο νησί εδώ και αιώνες. Το 1191, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέκτησε το νησί καθοδόν προς τους Αγίους Τόπους στο πλαίσιο της τρίτης Σταυροφορίας. Στη συνέχεια, μεταβίβασε το νησί σε Τάγμα Ιπποτών, τους Ναῒτες, οι οποίοι με την σειρά τους το πούλησαν το 1192 στον Γκύ ντε Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Οι Ιππότες κράτησαν δικές τους κάποιες περιοχές του νησιού και τις ονόμασαν «Κομαντερίες» (Commanderies). Το κρασί που εξήγαγαν οι Ιππότες έγινε γνωστό με το όνομα κομανδαρία, ώστε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κρασιά λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος - Αύγουστος το ονόμασε «Απόστολο των κρασιών» το 13ο αιώνα. Η κομανδαρία παρασκευαζόταν ανέκαθεν με μια συγκεκριμένη μέθοδο η οποία χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Η περιοχή όπου παράγεται η κομανδαρία βρίσκεται στις νότιες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους σε υψόμετρο 400 με 800 μέτρων. Όλα τα στάδια παραγωγής συμπληρώνονται στην περιοχή αυτή από τα 14 χωριά που κατά την παράδοση έχουν το δικαίωμα να παράγουν το φημισμένο αυτό κρασί με το ξεχωριστό κόκκινο χρώμα και τη βελούδινη γεύση.
Η μεγαλύτερη αγορά για τα κυπριακά κρασιά είναι η Ευρώπη. Το 2004 η Γερμανία αγόρασε 1.000.000 λίτρα κυπριακού κρασιού. Άλλες χώρες – αγορές των κυπριακών κρασιών είναι η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία
(Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. Ανάκτηση από : http://www.cyprusonfilm.com/index.php?pageid=39〈=gr)
Στο Λεξικόν Φυτολογικόν του Π. Γ. Γενναδίου αναφέρεται η ποικιλία αμπελιού Βούφταλμο ή Όφταλμο (Όφθαλμο), «η αλλαχού Βοϊδομμάτης καλουμένη»(Γεννάδιος 1914, 207).
Επίσης, όσον αφορά, τα πιθάρια στα οποία είχε παλαιότερα τα κρασιά του ο κόσμος, σημειώνονται τα εξής: «Εις πολλάς παραμ. (σ.σ. παραμεσογείους) χώρας προτιμώνται υπό των πολλών οι ευκολώτερον διατηρούμενοι στρυφνοί ή λίαν οινοπνευματούχοι οίνοι, ή οι ρητινίται, ή οι εν πεπισσωμένοις πίθοις φυλασσόμενοι (οίοι είναι οι πλείστοι των της Κύπρου και τινών διαμερισμάτων της Ισπανίας), οι οποίοι αποκτώσι την οσμήν και την γεύσιν της πίσσης» (Γεννάδιος 1914, 57).
Γεννάδιος Π. Γ. (1914), Λεξικόν φυτολογικόν: Περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκασχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι, Εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, Εν Αθήναις.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Διαδικτυακές πηγές:
Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. Ανάκτηση από : http://www.cyprusonfilm.com/index.php?pageid=39〈=gr
http://www.triselies.org/index.php?lang=el&article=5
«Αφιέρωμα στον οίνο και τον Διόνυσο», http://www.e-istoria.com/44.html.
Πηγή φωτογραφίας:
«Κρασί σε πιθάρια» <br/> Πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών
Στάλω Λαζάρου, Δήμητρα Ζαννέτου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος