Τα περισσότερα γλυκά ή «γλυτζιστικά» όπως τα αποκαλούσαν οι Κύπριοι, αυτά που εμείς θεωρούμε μέχρι σήμερα παραδοσιακά, έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα και από το Βυζάντιο, όπως μαρτυρούν εύγλωττα, τις περισσότερες φορές, οι ίδιες οι ονομασίες τους. Αναφέρω ενδεικτικά τα λαλάγκια, λαλαγκούθκια, λαγκόπιττεςτης Καρπασίας, τα ξεροτήανα, τον καϊγκανά τον οποίο συναντούμε και στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, παστέλλι,το οποίο συναντούμε στα βυζαντινά κείμενα και έγγραφα της Ενετοκρατίας, τις σησαμωτές, τα κιοφτέρια. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν τα γλυκίσματα που φτιάχνονταν με ζύμες ή χυλούς και τα οποία περιείχαν γλυκαντικές ουσίες, πλακούντες, πέμματα ή μελίπηκτα". Λέξεις οι οποίες έχουν όλες αρχαιοελληνική καταγωγή. Αν και είχαν αρχέτυπη μορφή, τα γλυκά αυτά ήσαν αξιόλογα από διατροφικής και γαστρονομικής απόψεως και τα συναντούμε μέχρι σήμερα.
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Τα γλυκά αυτά «πόπαστα», τα οποία περιείχαν μια από τις τέσσερεις γλυκαντικές ουσίες, μπορούμε να τα χωρίσουμε χονδρικά σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνα που περιέχουν ως πρώτες ύλες το σιτάρι, στην μορφή αλεύρου ή σπασμένου σταριού και ενίοτε το λάδι. Στη δεύτερη, ανήκουν εκείνα που περιέχουν κάποιο σπόρο, ξηρό καρπό, ή φρούτο, όπως οι «σισαμόπιτες», το παστέλι, το οποίο φτιαχνόταν αποκλειστικά από χαρουπόμελο και τα ρετσέλια τα οποία από πολλούς θεωρούνται ο πρόδρομος του γλυκού του κουταλιού. Πολύ αργότερα, μετά τη λήξη της βυζαντινής ιστορικής περιόδου, όταν η ζάχαρη ήταν προσιτή και αποδεκτή, οι Κύπριοι αντικατέστησαν με αυτήν το μέλι και έδειξαν αξιοπρόσεκτη προσήλωση στα γλυκά του κουταλιού σε όλους τους αιώνες που ακολούθησαν.
Κοινωνικές προεκτάσεις του γλυκού
Αν οι μη γλυκές τροφές εκφράζουν την καθημερινότητα, τη ρουτίνα και τον κόσμο της βιολογικής ανάγκης, το γλυκό χρησιμοποιείται κοινωνικά ως σύμβολο που υπερβαίνει την ανάγκη και σηματοδοτεί το κατ’ εξαίρεσιν, την άρση της καθημερινότητας. Συνδέεται με την ευωχία, τη χαρά, το μοίρασμα και γιατί όχι τη σπατάλη. Γλυκό σημαίνει λοιπόν εξαιρετικά γεγονότα, έξω από την καθημερινή ροή, γιορτές, τελετές, σημαδιακές πράξεις, ορόσημα του βίου. Η έναρξη ή λήξη σημαντικών αγροτικών εργασιών όπως το τέλος του θέρους, το τέλος της συγκομιδής των ελιών ή των χαρουπιών, τα χοιροσφάγια, η σπορά, συνοδεύονται από την προσφορά γλυκών. Με αυτό τον τρόπο σημαίνεται η βαρύτητα και ο εξαιρετικός τους χαρακτήρας. Από μαρτυρίες που έχουν καταγράψει οι Κυπρή και Πρωτοπαπά, μαθαίνουμε ότι το γλυκό εδεσματολόγιο για τα «ποθέρκα», ή όταν έβγαινε το πρώτο λάδι, ήταν πλουσιότατο και περιελάμβανε «λαδόπιτες», «ξεροτήανα», «πισίες», «σακόπιτες», «καττιμέρκα», «λαγκόπιτες».
Περαιτέρω, το χριστιανικό εορτολόγιο, το οποίο συχνά ταυτίζεται με τον ετήσιο κύκλο της αλλαγής των εποχών, γίνεται επίσης αιτία παρασκευής και μοιράσματος γλυκισμάτων. Αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα γλυτζιστικών που, σύμφωνα με τις Κυπρή και Πρωτοπαπά, μοίραζαν οι γιορτάρηδες την ημέρα της γιορτής των Αγίων: «Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Σάββα στη Λυθράγκωμη έφτιαχναν τερτζελλούθκια. Ονόμαζαν μάλιστα τον Άγιο, τερτζελλάν.» Τερτζελλούθκια έφτιαχναν και φτιάχνουν μέχρι και σήμερα ακόμα για τα τα Νικολοβάρβαρα, δηλαδή για τις γιορτές των Αγίων Βαρβάρας και Νικολάου, στο χωριό Κάμπος της Τσακκίστρας.
Οι γάμοι, οι βαφτίσεις, τα μνημόσυνα, ανακαλούν την ανάγκη για γλυκά. Από μαρτυρίες που κατέγραψαν οι Κυπρή Πρωτοπαπά μαθαίνουμε ότι τη Δευτέρα και Τρίτη του γάμου προσφέρουν γλυτζιστά, γλυτζιστικά, πισίες ή ξεροτήανα.
Η φιλοξενία, μέχρι και σήμερα, επιτάσσει την προσφορά γλυκών του κουταλιού στον επισκέπτη. Έτσι το γλυκό στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους δεν είναι απλά μια γευστική συνήθεια: είναι ένας τρόπος για να ανοιχτείς προς τους άλλους. Είναι ένα σύμβολο που επιβεβαιώνει ότι η κοινωνία είναι κοινωνία και ότι το άτομο είναι ενταγμένο μέσα σε πολύπλοκα δίκτυα σχέσεων.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Τόμος Ε., 1952, σ. 119. Ο Κουκουλές αναφέρει ότι σε μεσαιωνικό γλωσσάριο συνάντησε το εξής : «πόπανον• λαλάγγιον, ξεροτήγανον». Για τις ή τους τηγανίτες αναφορά κάνει και ο Αθήναιος (ΙΔ, 646e) περιγράφοντας τους ως «πλακούντας εν ελαίω τετηγανισμένους».
Μακάριος Αιγύπτιος, ΠΓ, 32, 245. «Πάστελλον• είδος τούτο πλακούντος καθέστηκεν», Σοφρώνιος Ιεροσολύμων, PG, 87, 3657. Ασίζαι Κύπρου (ΜΒ, 6,490). Το παστέλλιν αναφέρεται στα Βυζαντινά κείμενα σε διάφορους αιώνες, όπως στους Βίους των Αγίων Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Ιωάννη του Ελεήμονος. Παστέλλι συνήθιζαν να τρώγουν οι Βυζαντινοί κατά την τελευταία μέρα του χρόνου. Η μέρα αυτή ονομαζόταν παστείλη σύμφωνα με τα λεξικά των Σουΐδα και Ζωναρά. Από εκεί πήρε το όνομα του το γλύκισμα αυτό.
Ευφροσύνη Ριζοπούλου Ηγουμενίδου, «Η παραδοσιακή μελισσοκομία στην Κύπρο και τα προϊόντα της (μέλι, κερί) κατά τους νεότερους χρόνους», Η μέλισσα και τα προϊόντα της, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σ. 390.
Κυπριανός Αρχιμανδρίτης, Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, Ενετίησι, 1788, (ανατύπωση Λευκωσία 1974), σ. 544.
Αναφορές στα παραδοσιακά κυπριακά γλυκά βλ. Θεοφανώ Κυπρή, Καλλιόπη Πρωτοπαπά, Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και σημασία τους στην εθιμική ζωή, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Δημοσιεύματα τ. XVIII, Υπουργείο Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Κυπριακά παραδοσιακά παρασκευάσματα, έκδ. 9/2006, Λευκωσία, 2006 καθώς επίσης και Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμό, τ.Ε, , Αθήνα, 1952, σσ. 110-121.
Φλωρεντία Κυθραιώτου